Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο σύνολο των ανεπτυγμένων κρατών, τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού προκαλούν τεράστια προβλήματα στα νοικοκυριά, που βρίσκονται αντιμέτωπα με αυξημένο κόστος ζωής, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν μεγάλες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, καθώς και νευρικότητα στις Κεντρικές Τράπεζες που, στην προσπάθεια να συγκρατήσουν τις τιμές, αυξάνουν τα επιτόκια, με κόστος το «ψαλίδισμα» της ανάπτυξης, την αύξηση (ή τη βραδύτερη μείωση) της ανεργίας και τον κίνδυνο μιας νέας ύφεσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό σημειώνεται σε μελέτη του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ «Επιπτώσεις του πληθωρισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Αντικείμενο της μελέτης είναι να εξετάσει τις επιπτώσεις των πρόσφατων (2021-2022) πληθωριστικών πιέσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η μελέτη διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο Κεφάλαιο 1 εξετάζεται η ανατομία του τρέχοντος πληθωριστικού φαινομένου, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Στο Κεφάλαιο 2 εξετάζεται συνοπτικά η υφιστάμενη βιβλιογραφία σε σχέση με τις επιπτώσεις του πληθωρισμού, με έμφαση στις επιπτώσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου που πραγματοποιήθηκε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με στόχο τη διαπίστωση των επιπτώσεων του πληθωρισμού στη λειτουργία των επιχειρήσεων και στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται οι στρατηγικές αντιμετώπισης του πληθωρισμού που υιοθέτησαν οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα και η αποτελεσματικότητά τους. Τέλος, στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζονται τα συμπεράσματα και διατυπώνονται κάποιες προτάσεις ως προς τις γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής.
Τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου
Για τη μελέτη των επιπτώσεων του πληθωρισμού στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις διενεργήθηκε και μια έρευνα ερωτηματολογίου στο οποίο συμμετείχαν 135 επιχειρήσεις από όλη τη χώρα. Κύριος στόχος του ερωτηματολογίου ήταν να διαπιστώσει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις επιχειρήσεις, αλλά -κυρίως- να διαγνώσει τις στρατηγικές αντιμετώπισης που υιοθέτησαν αυτές για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πληθωρισμού. Η κατανομή του δείγματος των επιχειρήσεων επέτρεψε την μελέτη αυτών των ερωτημάτων στο σύνολο των επιχειρήσεων και ανά επιμέρους ομάδες, δηλαδή ανά μέγεθος, βάσει τζίρου, ανά έτη λειτουργίας, ανά τόπο δραστηριο- ποίησης (μεγάλο αστικό κέντρο ή οικισμός), αναλόγως του εάν παράγουν μόνο τελικά αγαθά ή όχι και αναλόγως του εάν πραγματοποιούν εξαγωγές ή όχι. Σύμφωνα με την ανάλυση των απαντήσεων που δόθηκαν τα βασικά πορίσματα είναι:
1. Η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων του δείγματος εκτιμήθηκε σε 19,3%, εξαιρούμενων των αυξήσεων στις δαπάνες μισθοδοσίας και στις λοιπές δαπάνες. Ειδικότερα, η μεσοσταθμική αύξηση της δαπάνης ενέργειας για το σύνολο των επιχει- ρήσεων διαμορφώθηκε σε 42%. Η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους μεταφορών ήταν 27%. Η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους πρώτων υλών για το σύνολο των επιχειρήσεων ήταν 27,3%. Επίσης, σημαντικές διαφοροποιήσεις εμφανίζονται μεταξύ των διαφορετικών ομάδων επιχειρήσεων.
2. Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων θεωρεί πως οι συνέπειες του πληθωρισμού είναι αρνητικές, με σημαντικότερες τη μείωση της ζήτησης προϊόντων από τους τελικούς καταναλωτές (67%), την η αύξηση του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις (45,2%), την αδυναμία εύρεσης πρώτων υλών (40%), την αναστολή επενδυτικών αποφάσεων (38,5%), την αύξηση των οφειλών προς το δημόσιο (38,5%).
3. Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις (41,5%) αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το τρέχον έτος, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις αναλόγως της ομάδας επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θετικών και χαμηλότερα ποσοστά αρνητικών εκτιμήσεων ως προς την εξέλιξη του κύκλου εργασιών σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις.
4. Το 44% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένει ο ισολογισμός να κλείσει με κέρδη, το 27% αναμένει να κλείσει με ζημίες και το 29% να είναι ισοσκελισμένος. Και σε αυτήν την περίπτωση, το μέγεθος, η πηγή προέλευσης των εσόδων και ο εξαγωγικός προσα- νατολισμός δρουν ευεργετικά. Επιπρόσθετα, οι απαντήσεις διαφοροποιούνται αναφορικά με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης και την αστικότητα.
5. Το 44% εκτιμά αρκετά ή πολύ πιθανό η επιχείρηση να κλείσει κατά το επόμενο έτος. Η αστι- κότητα, το μέγεθος της επιχείρησης, η πηγή των εσόδων και η εξαγωγική δραστηριότητα δρουν ευεργετικά ως προς τη διαμόρφωση θετικότερων προσδοκιών.
6. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών σε σχέση με το 2021 (41,5%), το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει ο ισολογισμός του 2022 να κλείσει με ζημίες (27%) και το ποσοστό των επιχειρήσεων που θεωρεί πιθανό να κλείσει κατά το επόμενο έτος (44%) είναι εξαιρετικά υψηλό, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι το 2022 αποτελεί ένα έτος κατά το οποίο η εθνική οικονομία παρουσίασε ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κατ’ επέκταση, στο μέτρο που οι εκτιμήσεις των επιχειρηματιών επιβεβαιωθούν, το συγκεκριμένο εύρημα υπονοεί περαιτέρω διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων και μείωση του επιχειρη- ματικού πλουραλισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το μέγεθος των επιχειρήσεων.
7. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μικρές περιοχές εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά απαισιόδοξων εκτιμήσεων και ως προς τον κύκλο εργασιών και ως προς τον ισολογισμό του 2022 υπονοεί, επίσης, διεύρυνση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών οικονομικών ανισοτήτων.
8. Η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης των θετικών και των αρνητικών προσδοκιών. Από την έρευνα επιβεβαιώνεται πως η δυνα- τότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν σε αρνητικά οικονομικά σοκ ή/και η δυνατότητά να επωφεληθούν από θετικές οικονομικές συγκυρίες συνδέεται με την δυνατότητά τους να πραγματοποιούν εξαγωγές. Ως εκ τούτου οι πολιτικές στήριξης της εξωστρέφειας είναι καίριας σημασίας αλλά δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι σε πολλές δραστηριότητες οι εξαγωγές δεν είναι εφικτές. Η πολιτική εξωστρέφειας είναι σημαντική αλλά δεν μπορεί να εξαντλεί την πολιτική στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
9. Η μεσοσταθμική αύξηση των τιμών στο σύνολο των επιχειρήσεων εκτιμήθηκε σε 14,8% με διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομάδων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν προχώρησαν σε αύξηση τιμών εμφανίζεται αυξημένο μεταξύ των επιχειρήσεων που πωλούν σχεδόν αποκλειστικά τελικά αγαθά και μεταξύ των επιχειρήσεων που δεν πραγματοποιούν εξαγωγές.
10. Το 54,1% αναγκάστηκε να απορροφήσει έως και το 20% του αυξημένου κόστους παραγωγής ενώ μόλις το 15,6% κατάφερε να το μετακυλήσει εν συνόλω σε τρίτους. Το παραγωγικό προφίλ της επιχείρησης σχετίζεται σημαντικά με τη δυνατότητά της να μετακυλήσει το αυξημένο κόστος παραγωγής. Από την ανάλυση προκύπτει πως οι παράγοντες που αυξάνουν τις δυνατότητες μετακύλησης είναι κυρίως η πώληση ενδιάμεσων προϊόντων σε άλλες επιχειρήσεις και η πραγματοποίηση εξαγωγών. Αυτές οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να προβούν σε συχνότερες και μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών. Αντιθέτως, οι άλλες μεταβλητές που εξετάζουμε, όπως είναι το ύψος του τζίρου, τα έτη δραστηριοποίησης ή τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης δεν φαί- νεται να επηρεάζουν σημαντικά.
11. Το 69% των επιχειρήσεων σκοπεύει να προβεί και σε νέα αύξηση τιμών κατά το επόμενο εξάμηνο. Αυτό αφενός υποδεικνύει υψηλές πληθωριστικές προσδοκίες αφετέρου υποδηλώνει υψηλή πιθανότητα διάχυσης (spill-over) του πληθωριστικού φαινομένου και στο επόμενο έτος. Αυξημένα ποσοστά ως προς την εκτίμηση μελλοντικής αύξησης των τιμών εμφανίζουν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν έως δέκα έτη, που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, που έχουν υψηλότερο τζίρο, που πωλούν ενδιάμεσα αγαθά, και πραγματοποιούν εξαγωγές.
12. Ως προς τις άλλες στρατηγικές αντιμετώπισης η συνολική εικόνα είναι δισυπόστατη. Από τη μία πλευρά, οι περισσότερες επιχειρήσεις επέλεξαν στρατηγικές οι οποίες δεν πλήττουν μέσο-μακροπρόθεσμα τις προοπτικές ανάπτυξής τους, ενώ ορισμένες ενδέχεται να έχουν μόνιμες ευεργετικές επιπτώσεις (όπως είναι η αποτελεσματικότερη διαχείριση των υλικών, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, η πραγματοποίηση επενδύσεων με στόχο τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, εξίσου υψηλή συχνότητα έχουν και ορισμένες «λύσεις ανάγκης» με ενδεχόμενες αρνητικές μακροχρόνιες συνέπειες . Το 27,4% των επιχειρήσεων καθυστερεί την αποπληρωμή οφειλών προς το δημόσιο, το 19,3% καθυστερεί την πληρωμή οφειλών προς άλλες επιχειρήσεις.
13. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν ή επιθυμούν να υιοθετήσουν μεσο-μακροπρόθεσμες στρατηγικές με στόχο την επέκταση και όχι τη στην συρρίκνωση της δραστηριότητάς τους (ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας, πράσινες επενδύσεις, αποτελεσματικότερη βελτίωση αποθεμάτων και επέκταση σε νέες αγορές). Ωστόσο, προκαλεί προβληματισμό ότι μία στις δύο επιχειρήσεις δεν μπορεί να υιοθετήσει τη στρατηγική που θεωρεί ως αποτελεσματικότερη, λόγω αντικειμενικών περιορισμών.
Γενικές κατευθύνσεις πολιτικής
Η απάντηση στο πληθωριστικό σοκ εκ των πραγμάτων πρέπει να συνδυάσει πολλαπλά εργαλεία και απαιτεί παρεμβάσεις, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κωδικοποιώντας αυτές τις παρεμβάσεις μπορούμε να αναδείξουμε τέσσερεις γενικούς άξονες στρατηγικής:
▪ την ανάδειξη της ενεργειακής και διατροφικής επάρκειας ως κοινό ευρωπαϊκό αγαθό,
▪ την αυξημένη προστασία εκείνων που αντιμετωπίζουν τις εντονότερες αρνητικές επιπτώ- σεις από τον πληθωρισμό,
▪ την επιτάχυνση των επενδύσεων που στοχεύουν στην αύξηση της ενεργειακής αποτελεσμα- τικότητας, τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας,
▪ την υιοθέτηση μιας πολύπλευρης στρατηγικής προστασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσε- ων από τις αρνητικές συνέπειες του πληθωρισμού.
Στρατηγική εξοικονόμησης ενέργειας και επιτάχυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Πέρα από τα άλλα μέτρα για την στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην μελέτη σημειώνεται ότι οι εκτεταμένες επιδοτήσεις του κόστους ενέργειας και οι έλεγχοι τιμών μπορεί να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα προσωρινά, όμως ενέχουν τον κίνδυνο να υποτιμήσουν τη σημασία διαρθρωτικών αλλαγών με στόχο τη μετάβαση σε μια οικονομία με μικρότερες ενεργειακές απαιτήσεις. Η πληθω- ριστική πίεση βραχυπρόθεσμα μπορεί να αναδιατάξει ορισμένες προτεραιότητες όπως είναι π.χ. το χρονοδιάγραμμα από-λιγνητοποίησης, αλλά σε βάθος χρόνου η μόνη βιώσιμη στρατηγική είναι η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και πράσινου μετασχη- ματισμού, μολονότι απαιτούν περισσότερο χρόνο προκειμένου να αποδώσουν, αποτελούν τη μόνη βιώσιμη λύση. Υπό αυτήν την έννοια, η επιδότηση των τιμών ενέργειας πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μεταβατική λύση, η οποία συμπληρώνεται από εκτεταμένες πολιτικές κινήτρων που θα διευκολύνουν τον οικολογικό μετασχηματισμό των παραγωγικών διαδικασιών ανεξαρτήτως μεγέθους. Προς αυτήν την κατεύθυνση οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 έχουν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο.