Ωστόσο, όταν οι τιμές προσαρμόζονται βάσει της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (PPS), το κόστος της ενέργειας για τα ελληνικά νοικοκυριά αποδεικνύεται αναλογικά υψηλότερο. Η προσαρμοσμένη τιμή φτάνει τις 30,23 PPS μονάδες, τοποθετώντας την Αθήνα στην 6η πιο ακριβή θέση ανάμεσα στις χώρες του δείγματος και πάνω από τον μέσο όρο των 27,46 μονάδων. Η εικόνα αυτή δείχνει ότι, παρά τις χαμηλές ονομαστικές τιμές, η επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει αισθητή.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες του EUR-15, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από κράτη όπως η Γερμανία (42,12 λεπτά/kWh), το Βέλγιο (40,53) και το Ηνωμένο Βασίλειο (38,12), αλλά πιο ακριβή από χώρες όπως η Πορτογαλία (18,65), η Γαλλία (20,31) και η Ισπανία (22,21). Η θέση αυτή επιβεβαιώνει τη διπλή εικόνα της ελληνικής αγοράς: χαμηλό τιμολόγιο σε απόλυτους όρους, αλλά υψηλό βάρος με όρους αγοραστικής δύναμης.
Σε επίπεδο γενικής σύγκρισης, η τελική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές στην Αθήνα ήταν 23,90 λεπτά/kWh, κατατάσσοντας την πόλη στην 18η θέση μεταξύ των 33 ευρωπαϊκών πρωτευουσών που παρακολουθεί ο δείκτης HEPI. Η τιμή αυτή είναι χαμηλότερη τόσο από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27 (25,40 λεπτά/kWh) όσο και από τον μέσο όρο όλων των χωρών του δείγματος (24,27 λεπτά/kWh). Η σύγκριση αναδεικνύει τις σημαντικές αποκλίσεις στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ανά την Ευρώπη, με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να εμφανίζουν τις υψηλότερες τιμές, ακολουθούμενες από την Κοπεγχάγη, το Λονδίνο και τη Βέρνη, ενώ στον αντίποδα, η Βουδαπέστη καταγράφει τη χαμηλότερη τιμή.
Σε σχέση με τον Φεβρουάριο, η τιμή στην Αθήνα παρέμεινε σταθερή, την ώρα που αρκετές άλλες πρωτεύουσες εμφάνισαν αξιοσημείωτες διακυμάνσεις. Αύξηση σημειώθηκε μόνο σε τέσσερις πόλεις: Λιουμπλιάνα (+6%), Βρυξέλλες (+4%), Ρώμη (+3%) και Λευκωσία (+1%), κυρίως λόγω ανόδου της ενεργειακής συνιστώσας.
Αντιθέτως, 13 πρωτεύουσες κατέγραψαν μειώσεις τιμών, με τις σημαντικότερες να εντοπίζονται στις σκανδιναβικές και βαλτικές χώρες, εξαιτίας της πτώσης των τιμών χονδρικής. Ενδεικτικά, η τιμή μειώθηκε στο Όσλο κατά 17%, στο Ταλίν κατά 11%, στο Βίλνιους κατά 9%, ενώ μειώσεις σημειώθηκαν και σε πόλεις όπως η Ρίγα (-6%), η Στοκχόλμη (-5%), η Μαδρίτη (-3%), το Άμστερνταμ (-4%) και το Λονδίνο (-2%).
Η μέση ευρωπαϊκή τιμή για τους οικιακούς καταναλωτές υποχώρησε κατά 1% τον Μάρτιο, ανακόπτοντας την ανοδική πορεία που είχε ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 2024.
Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στη Λιουμπλιάνα, λόγω της άρσης του πλαφόν που είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση το φθινόπωρο του 2022. Τα νέα τιμολόγια που εισήγαγαν οι πάροχοι ήταν αισθητά υψηλότερα από τα προηγούμενα ρυθμιζόμενα, ωστόσο η αύξηση μετριάστηκε εν μέρει από τη μείωση των χρεώσεων δικτύου, καθώς ο Μάρτιος σηματοδοτεί την έναρξη της χαμηλής περιόδου στο δυναμικό τιμολόγιο της Σλοβενίας. Επιπλέον, παραμένουν σε ισχύ μέτρα στήριξης όπως οι εξαιρέσεις από εισφορές ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ για τα νοικοκυριά και ο χαμηλότερος ειδικός φόρος κατανάλωσης, που συνέβαλαν στη συγκράτηση της αύξησης.
Στον αντίποδα, οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν σε πόλεις που είχαν δει απότομες αυξήσεις τον προηγούμενο μήνα, λόγω υψηλής ζήτησης και χαμηλής παραγωγής από ΑΠΕ. Με τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών και την ενίσχυση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, οι τιμές χονδρικής υποχώρησαν σχεδόν στο μισό, οδηγώντας σε κάθετη μείωση των τελικών τιμών. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι η καθοδική πορεία ενδέχεται να συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, παρά την παραμένουσα αβεβαιότητα στις διεθνείς ενεργειακές αγορές.