Την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Le Monde σε κεντρικό άρθρο της με αφορμή την παρέμβαση του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς στην Πράγα για τον γεωπολιτικό ρόλο της Ευρώπης παρατηρούσε την αλλαγή κλίματος ύστερα από πολλά χρόνια όπου επικράτησε η «υπερβολικά κατευναστική, υπερβολικά αφελής» αντιμετώπιση της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν. Πράγματι μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τις δυτικές κυρώσεις και την ενεργειακή πίεση που ασκεί η Μόσχα στις ευρωπαϊκές χώρες, η γαλλογερμανική ηγεσία μετατοπίζεται από την Οστπολιτίκ σε μια πιο διαφορετική πολική με ψυχροπολεμικές αποχρώσεις.
Από το 2006, ή ακόμα και το 2014 όπου η Ρωσία πραγματοποίησε τη στρατιωτική επέμβαση στην Κριμαία η ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, θεώρησαν ότι μπορούν να συνεχίσουν την πολιτική του κατευνασμού της Μόσχας υπό την σκιά αναλύσεων που «έβλεπαν» ότι η κλιμάκωση στις δυτικορωσικές σχέσεις αποτελεί ένα απίθανο σενάριο. Αυτό καταδεικνύει και το γεγονός πως όλο αυτό το διάστημα η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία παρέμενε υψηλή, παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλη έλλειψη ενεργειακών πόρων. Η εξάρτηση από τις ρωσικές εισαγωγές καθυστούσαν τις χώρες της ΕΕ εξαιρετικά τρωτές με περιορισμένη ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αναδείχθησαν απότομα όλα τα ελαττώματα της ευρωπαϊκής προσέγγισης. Την περασμένη εβδομάδα, δε, φάνηκε ξεκάθαρα πως οδηγούμαστε σε έναν πολιτικό ανταγωνισμό, με την ΕΕ να απειλεί για τον ορισμό πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου και την Ρωσία να απαντά για μακρά και καθολική διακοπή του.
Οι διαφωνίες
Πόσο εύκολο όμως είναι για την ΕΕ να επιβάλει πλαφόν στις τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου; Η απάντηση αυτή τη στιγμή είναι αμφίβολη, καθώς ένα από τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΕ σε αυτό το ζήτημα είναι η ίδια η συνοχή της. Με άλλα λόγια φαίνεται να αποτελεί στοίχημα να μπορέσουν οι 27 να συμφωνήσουν σε μια τέτοια απόφαση, καθώς η κάθε μία χώρα από αυτές εξαρτάται διαφορετικά από το ρωσικό φυσικό αέριο, και πολύ περισσότερο από τον Nord Stream 1, όπου και αποτελεί προς το παρόν την αιχμή του ρωσικού δόρατος που στρέφεται προς την ΕΕ. Για παράδειγμα η Ουγγαρία του Όρμαν είναι πολύ δύσκολο αυτή τη στιγμή να τη δει κάποιος να συμμετέχει σε μια τέτοια απόφαση, αν όχι να θέτει ακόμα και βέτο. Υπενθυμίζεται πως η Ουγγαρία όχι μόνο δεν συμμετέχει στις κυρώσεις, όχι μόνο έχει αρνηθεί να στείλει όπλα στην Ουκρανία, αλλά έχει απαγορεύσει και τη διέλευση στρατευμάτων από την επικράτειάς της.
Ο Επίτροπος Οικονομίας Τζεντιλόνι την Παρασκευή εμφανίστηκε αισιόδοξος για μια συμφωνία στο ζήτημα του πλαφόν, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως τα χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί βρίσκονται σε ισχύ: «Η Επιτροπή θα διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο της στις προετοιμασίες για την επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ των 27 κρατών μελών μας προκειμένου να εφαρμοστεί αυτό το μέτρο στην ΕΕ. Στόχος μας είναι να το πράξουμε σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του έκτου πακέτου κυρώσεων της ΕΕ – δηλαδή στις 5 Δεκεμβρίου 2022 για το αργό πετρέλαιο και στις 5 Φεβρουαρίου 2023 για τα προϊόντα πετρελαίου».
Τα σχέδια
Παρά τα διαφαινόμενα εμπόδια στη συνοχή της ΕΕ, στις 14 Σεπτεμβρίου αναμένεται μια ολοκληρωμένη πρόταση από πλευράς Κομισιόν σε ό,τι αφορά στην επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου. Θα έχει προηγηθεί Σύνοδος των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ στις 9 Σεπτεμβρίου, την οποία συγκάλεσε η τσεχική προεδρία εκτάκτως. Εκεί αναμένεται να συζητηθούν προτάσεις διαρθρωτικής μεταρρύθμισης της αγοράς ενέργειας. Μέχρι, όμως, να υλοποιηθούν αυτά τα σχέδια, η ΕΕ εξετάζει μια σειρά από μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης, η οποία ενδεχομένως να μην περιοριστεί μόνο στο φυσικό αέριο, αλλά να επεκταθεί και στην ηλεκτρική ενέργεια.
Σε μια τέτοια περίπτωση υπό συζήτηση βρίσκεται το ενδεχόμενο αποζημίωσης, όπως εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Επιπλέον στο τραπέζι των συζητήσεων παραμένει και η χρηματοδότηση των ευάλωτων νοικοκυριών, την οποία, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, θα εξακολουθήσουν να αναλαμβάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Ακόμα εξετάζεται και η ελληνική πρόταση που προβλέπει την αποσύνδεση ή η μικρότερη εξάρτηση στο χρηματιστήριο ενέργειας των τιμών του ηλεκτρισμού με τις τιμές του φυσικού αερίου. Πρόκειται για μια πρόταση που συζητείται σοβαρά, όμως το μειονέκτημά της είναι η βραδεία απόδοσή της. Σε κάθε περίπτωση αυτό που αποτελεί κοινός τόπος δεν είναι άλλο από την αντίληψη πως η μόνη σταθερή λύση βρίσκεται στις ΑΠΕ. Επομένως σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναμένονται επιπλέον πολιτικές στην επιτάχυνση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, οι οποίες οδηγούν στην ενεργειακή αυτάρκεια και στη μείωση των τιμών καταναλωτή.