Οι βασικές επισημάνσεις του Μάριο Ντράγκι στα προαναφερόμενα θέματα συγκλίνουν εντυπωσιακά με όσα έχει διατυπώσει την τελευταία διετία ο Ευάγγελος Μυτιλιναίος, αλλά και άλλοι επιφανείς Ευρωπαίοι βιομήχανοι.
Σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι:
Στην ΕΕ λείπει μια στρατηγική για το πώς θα θωρακιστούν οι παραδοσιακές μας βιομηχανίες από ένα παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού, που είναι άνισο γιατί υπάρχουν ασυμμετρίες στους κανονισμούς, στις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.
Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε άλλες περιοχές οι βιομηχανίες αυτές όχι μόνο έχουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά υφίστανται και μικρότερη ρυθμιστική επιβάρυνση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ανταγωνιστική ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό κάποιες από τις βιομηχανίες μας να διακόψουν την παραγωγική τους ικανότητα ή να μετεγκατασταθούν εκτός ΕΕ.
Στην ΕΕ λείπει μια στρατηγική που να διασφαλίζει ότι διαθέτουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας. Δικαίως η ΕΕ έχει μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα στην Ευρώπη και αυστηρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για τη διασφάλιση της εφοδιαστικής μας αλυσίδας – από τα κρίσιμα ορυκτά μέχρι τις μπαταρίες και τις υποδομές φόρτισης.
Εάν θέλουμε ως ΕΕ να υλοποιήσουμε τις κλιματικές μας φιλοδοξίες χωρίς να αυξήσουμε την εξάρτησή μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών πόρων.
Αυτή τη στιγμή αφήνουμε σε μεγάλο βαθμό τον χώρο αυτό σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις ηγούνται άμεσα ή συντονίζουν ενεργά ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.
Η ΕΕ έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA), αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να κάνουμε τους στόχους μας πιο ξεκάθαρους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε μια ειδική πλατφόρμα για κρίσιμα ορυκτά της ΕΕ, κυρίως για την από κοινού προμήθεια, τον ασφαλή διαφοροποιημένο εφοδιασμό, τη συγκέντρωση μέσων ή υλικών, τη χρηματοδότηση και τη δημιουργία αποθεμάτων.
Από όλα τα προαναφερόμενα προκύπτει πως το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών της ΕΕ και η ευρωπαϊκή αλυσίδα εφοδιασμού ορυκτών πόρων είναι από τα πλέον σημαντικά ζητήματα για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ.