ΕΚ και Συμβούλιο συμφώνησαν για πιο καθαρά καύσιμα για την ναυτιλία και μείωση εκπομπών κατά 2% από το 2025 και κατά 80% από το 2050, συμβάλλοντας στην κλιματική ουδετερότητα της ΕΕ.
Η προσωρινή συμφωνία που επετεύχθη νωρίς το πρωί της Πέμπτης μεταξύ των διαπραγματευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ θεσπίζει ένα πρότυπο καυσίμων για τα πλοία, οδηγώντας τον τομέα της ναυτιλίας προς την υιοθέτηση ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων χαμηλών εκπομπών και την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα.
Μείωση εκπομπών στη ναυτιλία
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι ευρωβουλευτές κατάφεραν να διασφαλίσουν ότι τα πλοία θα πρέπει να μειώσουν σταδιακά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ελαττώνοντας τις σχετικές εκπομπές τους κατά την κατανάλωση ενέργειας κάτω από το επίπεδο του 2020, το οποίο ήταν 91,16 γραμμάρια CO2 ανά megajoule ενέργειας. Οι στόχοι για τη μείωση αυτή είναι 2% από το 2025, 6% από το 2030, 14,5% από το 2035, 31% από το 2040, 62% από το 2045 και 80% από το 2050. Αυτό θα ισχύει για πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 5.000 τόνων (τα οποία ευθύνονται για το 90% των εκπομπών CO2), καθώς και το σύνολο της ενέργεια που χρησιμοποιείται από πλοία που βρίσκονται σε ευρωπαϊκά λιμάνια ή μεταξύ αυτών, καθώς και για το 50% της ενέργειας που χρησιμοποιείται εν πλω όταν ο λιμένας αναχώρησης ή άφιξης βρίσκεται εκτός της ΕΕ ή σε εξόχως απόκεντρες περιοχές της ΕΕ.
Οι ευρωβουλευτές εξασφάλισαν επίσης ότι η Επιτροπή θα επανεξετάσει τους κανόνες έως το 2028 για να αποφασίσει εάν θα επεκταθούν οι κανόνες περί μείωσης εκπομπών σε μικρότερα πλοία, όπως αυτά με ολική χωρητικότητα άνω των 400 τόνων, ή αν θα αυξήσει το μερίδιο της ενέργειας που χρησιμοποιούν τα πλοία που καταπλέουν από τρίτες χώρες.
Χάρη στους ευρωβουλευτές, η συμφωνία παρέχει περισσότερες πιστώσεις ως κίνητρο για την προσαρμογή του τομέα, οι οποίες θα λάβουν τη μορφή απαλλαγής για τους πλοιοκτήτες που χρησιμοποιούν ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης (RFNBO) από το 2025 έως το 2034. Η συμφωνία θέτει επίσης στόχο χρήσης ανανεώσιμων καυσίμων σε επίπεδο 2% από το 2034, εάν η Επιτροπή αναφέρει ότι το 2031 η χρήση RFNBO ανέρχεται σε λιγότερο από 1% στο μείγμα καυσίμων.
Ηλεκτροδότησητων πλοίων από την ξηρά
Σύμφωνα με την προκαταρκτική συμφωνία, από το 2030 τα φορτηγά πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και τα επιβατηγά πλοία, όσο βρίσκονται σε αποβάθρες σε σημαντικούς λιμένες της ΕΕ, θα υποχρεούνται να ηλεκτροδοτούνται από την ξηρά για το σύνολο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας σε αυτά. Ο κανόνας αυτός θα επεκταθεί και στα υπόλοιπα λιμάνια της της ΕΕ από το 2035, εάν διαθέτουν χερσαία παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό αναμένεται να μειώσει σημαντικά την ατμοσφαιρική ρύπανση στους λιμένες. Έχουν προβλεφθεί ωστόσο ορισμένες εξαιρέσεις, όπως σε περίπτωση παραμονής στον λιμένα για λιγότερο από δύο ώρες, χρήσης ίδιας τεχνολογίας μηδενικών εκπομπών ή κατάπλου σε λιμένα λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Ο εισηγητής του ΕΚJörgen Warborn (ΕΛΚ, Σουηδία)δήλωσε: «Η συμφωνία αυτή καθορίζει μακράν την πιο φιλόδοξη πορεία που έχει χαραχτεί ποτέ, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές στη ναυτιλία. Καμία άλλη παγκόσμια δύναμη δεν έχει συντάξει ένα τόσο ολοκληρωμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση των εκπομπών στη θάλασσα. Είναι μια ιστορική στιγμή.
Ο κανονισμός αυτός θα αναγκάσει και άλλους να κινητοποιηθούν. Η Ευρώπη θα κάνει όσα της αναλογούν, αλλά οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι επιχειρήσεις μας δεν θα πρέπει να πληρώσουν το τίμημα για τις παγκόσμιες προσπάθειες για το κλίμα.
Εγγυόμαστε μακροπρόθεσμους κανόνες και προβλεψιμότητα για τον τομέα της ναυτιλίας, ώστε να μην αποτραπούν οι επενδύσεις. Οι ναυτιλιακές εταιρείες και τα λιμάνια μπορούν να αξιοποιήσουν τους πόρους τους στοχευμένα για την επίτευξη των μεγαλύτερων οφελών για το κλίμα και την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Έτσι προστατεύουμε τις θέσεις εργασίας των ναυτικών, των λιμενεργατών και των εργαζομένων στον εξαγωγικό κλάδο και δίνει το παράδειγμα για να ακολουθήσουν και άλλες χώρες.»
Επόμενα βήματα
Η άτυπη συμφωνία για τους κανόνες για τα βιώσιμα ναυτιλιακά καύσιμα θα πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου και την Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού του Κοινοβουλίου και, στη συνέχεια, από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο σύνολό τους.