To Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που στάλθηκε στις Βρυξέλλες για να λάβει την αρχική έγκριση και να οριστικοποιηθεί στη συνέχεια έως τον Ιούνιο του 2024, επιδιώκει κατά προτεραιότητα να μηδενιστούν σχεδόν οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας, ήδη αμέσως μετά το 2035, ώστε απρόσκοπτα η ηλεκτρική ενέργεια να βοηθήσει τη μείωση των εκπομπών στους τομείς των μεταφορών και των κτηρίων, μέσω του εξηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, σε ενεργειακές χρήσεις όπου ο εξηλεκτρισμός είναι δύσκολος ή ασύμφορος, η ηλεκτρική ενέργεια με σχεδόν μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα θα παράγει πράσινο υδρογόνο το οποίο είτε θα χρησιμοποιείται απευθείας είτε θα χρησιμεύει στην παραγωγή συνθετικών και κλιματικά ουδέτερων αερίων και υγρών καυσίμων.
Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιείται και διοξείδιο του άνθρακα που θα δεσμεύεται από βιομάζα και την ατμόσφαιρα. Η στρατηγική αυτή θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη αμέσως μετά το 2035. Με τον τρόπο αυτό, καθώς επίσης και μέσω της μεγάλης βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας που προβλέπει το ΕΣΕΚ, θα μηδενιστούν οι εκπομπές CO2 στους τομείς των κτιρίων, στη βιομηχανία και στις μεταφορές. Θα είναι πιθανόν δύσκολη η πλήρης εξάλειψη των εκπομπών στον τομέα των μεταφορών, κυρίως στις ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές. Επισημαίνεται ότι η μεγάλη μείωση των εκπομπών ήδη από το 2023 προέρχεται από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.
Η απολιγνιτοποίηση αποτελεί βαθιά τομή στον εθνικό ενεργειακό χάρτη και παράλληλα είναι μια τεράστια ευκαιρία για την χώρα. Το πνεύμα 52 καινοτομίας που είχε φέρει με την έλευσή της η αξιοποίηση του λιγνίτη θα μεταλαμπαδευτεί στις καθαρές μορφές ενέργειας και στο νέο ενεργειακό μείγμα του 21ου αιώνα. Για τον τομέα των μεταφορών προβλέπεται σταδιακή απανθρακοποίηση έως το 2030 η οποία θα οφείλεται κυρίως στη διείσδυση των βιοκαυσίμων και του ηλεκτρισμού στις οδικές μεταφορές.
Ταυτόχρονα, προβλέπεται αυξημένη διείσδυση ΑΠΕ στον τομέα αυτόν, σε σχέση με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ, με τον στόχο να τίθεται στο 29% για το 2030. Στην επίτευξη του στόχου αυτού συνεισφέρει η ηλεκτροκίνηση, με συνεχώς αυξανόμενη συμβολή χάρη στην αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, και δευτερευόντως τα βιοκαύσιμα και τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης.
Για τα τελευταία τίθεται δεσμευτικός στόχος να καλύψουν το 2030 το 1% του συνόλου των καυσίμων του κλάδου των μεταφορών. Το πλάνο προβλέπει σημαντική ανάπτυξη προηγμένων βιοκαυσίμων από κατάλληλες πρώτες ύλες βιομάζας και στο μέλλον κυρίως από λιγνοκυτταρινική βιομάζα. Μακροχρόνια θα είναι δυνατόν το ένα τρίτο των αναγκών σε καύσιμα να προέρχεται από προηγμένα βιοκαύσιμα και τουλάχιστον 50% να προέρχεται από κλιματικά ουδέτερα συνθετικά καύσιμα.
Κατά το ΕΣΕΚ, η μείωση των εκπομπών CO2 από βιομηχανικές διεργασίες, όπου τα 2/3 οφείλονται στην παραγωγή οικοδομικών υλικών, διευκολύνεται μεσοπρόθεσμα από τη δέσμευση του εκλυόμενου CO2 , τη χρήση του για παραγωγή συνθετικών καυσίμων (μέχρι το 2040) και την αποθήκευση σε γεωλογικούς σχηματισμούς. Παρά ταύτα, η πλήρης εξάλειψη των εκπομπών αυτών μέχρι το 2050 φαίνεται δύσκολη και χρήζει μεγαλύτερης επεξεργασίας.
Μεγαλύτερη δυσκολία μείωσης υφίσταται για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που δεν είναι CO2 και είναι κυρίως μεθάνιο που προέρχεται από τον κτηνοτροφικό τομέα. Για το αντικείμενο αυτό το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα αναφέρει πως χρειάζεται περαιτέρω μελέτη σχετικά με τις τεχνολογίες και τα πιθανά μέτρα πολιτικής ώστε να επιτευχθεί μείωση και των εκπομπών αυτών.