Το συνέδριο που το διοργάνωση το Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή “ CLIMPACT” φιλοξενήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος, στην Αθήνα.
Τόσο η συντονίστρια, όσο και οι ομιλητές, καθένας με τον τρόπο επισήμαναν ότι οι ενεργειακοί όροι δεν είναι ούτε ανεξάντλητοι, ούτε δωρεάν και γι' αυτό είναι αναγκαία η αναθεώρηση του τρόπου παραγωγής αλλά και κατανάλωσή τους.
«Με την πρόοδο της τεχνολογίας υπάρχουν σημαντικά περιθώρια μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης, μέσω της κατασκευής ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων, της προώθησης των μέσων μαζικής μεταφοράς, του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών διαδικασιών στη βιομηχανία κ.α.» τόνισε στο εισαγωγικό της μήνυμα ο κ.Γεωργοπούλου. Και όπως ήταν αναμενόμενο, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει πια η ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές όπως τον ήλιο, τον άνεμο, τα νερά, τη γεωθερμία, τη βιομάζα κ.α.
Στη συζήτηση που ακολούθησε οι ομιλητές ανάλυσαν τη σχέση εξάρτησης μεταξύ ενέργειας και κλιματικής αλλαγής, μια σχέση που χαρακτηρίστηκε «σύνθετη και αρκετά πολύπλοκη».
Ο Χρήστος Τουρκολιάς, Επιστημονικός Συνεργάτης Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο σχέδιο ανθρακοποίησης του ενεργειακού τομέα μέχρι το 2050. Εξάλλου, ο ίδιος ήταν από τα βασικά μέλη της ομάδας που κατήρτισε το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή (ΕΣΕΚ) και το οποίο πρόσφατα έγινε νόμος του κράτους.
Όπως είπε «το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα είναι το βασικό πλαίσιο πολιτικής που εξετάζει τους εθνικούς στόχους, αρχικά έως το 2030 ενώ προδιαγράφει την πορεία εξέλιξης του ενεργειακού τομέα έως το 2050, έτος που, ως χώρα, θέσαμε τον στόχο της απανθρακοποίησης». Χαρακτήρισε «δύσκολο και δαιδαλώδες το σχέδιο καθώς πρέπει να σχεδιαστούν μέτρα σε διαφορετικές διαστάσεις: κλιματική αλλαγή, ενεργειακή απόδοση, ενεργειακή ασφάλεια, ενεργειακές αγορές, καινοτομία, ανταγωνιστικότητα κ.α.». Αναλύοντας τους στόχους του εθνικού σχεδίου είπε ότι μέχρι το 2030 πρέπει να προκύψει ένα πιο ρεαλιστικό και εφικτό μείγμα πολιτικών και στη συνέχεια να περάσουμε σταδιακά στον στόχο της απανθρακοποίησης του ενεργειακού τομέα». Στα βασικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτή τη νέα περίοδο είναι κατά τον κ.Τουρκολιά, η εξασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης της ενέργειας. «Άρα πρέπει να ξαναδούμε λίγο τον τρόπο που εκτιμάται η ζήτηση της ενέργειας σε όλους τους τομείς κατανάλωσής της: κτίρια, μεταφορές, βιομηχανία κ.α.. είπε χαρακτηριστικά». Αναφερόμενος στις αβεβαιότητες αυτής της περιόδου περιέλαβε σε αυτές την σωστή εκτίμηση των αναγκών σε αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και την ανάγκη επανεξέτασης του πλαισίου χωροταξίας και αδειοδότησης όλων αυτών των μονάδων». Στο σημείο αυτό είπε ότι στη διαβούλευση που προηγήθηκε καταδείχτηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και για βελτίωση της κοινωνικής αποδοχής των ΑΠΕ». Πρόσθεσε ότι «από το 2035 και μετά αλλάζει ριζικά το τοπίο καθώς η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2050 θα διπλασιαστεί κι αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι πρέπει να απανθρακωθεί ο τομέας των μεταφορών που κατά την άποψή μου είναι και ο πιο δύσκολος τομέας για να γίνει αυτό». Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του είπε ότι η μεγαλύτερη αβεβαιότητα όλων, είναι κατά την άποψή του, το πώς θα καλυφθεί το τεράστιο κόστος χρηματοδότησης αυτού του σχεδιασμού. Σύμφωνα με τον κ.Τουρκολιά, την περίοδο μέχρι το 2030 θα απαιτηθούν περί τα 95 δις ευρώ και 340 δις μέχρι το 2050.
Ο Νίκος Μάντζαρης, συνιδρυτής και αναλυτής πολιτικής στην περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης «The Green Tank» είπε ότι «τομείς όπως είναι τα κτίρια, οι μεταφορές και η βιομηχανία είναι οι πιο κρίσιμοι καθώς έχουν το μεγαλύτερο οικονομικό και κυρίως ανθρακικό αποτύπωμα». Αναφερόμενος στον εξηλεκτρισμό των τομέων αυτών και στα θέματα περιβαλλοντικής βιωσιμότητα που προκύπτουν, τόνισε την ανάγκη χρήσης καθαρών τεχνολογιών, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε συνδυασμό με μονάδες αποθήκευσης αλλά και την ανάγκη αντιμετώπισης του τεράστιου ζητήματος που σχετίζεται με την ορθή χωροθέτηση των ΑΠΕ, που εξακολουθεί να παραμένει άλυτο. Σε αυτά πρόσθεσε και την ανάγκη προσδιορισμού της επιπλέον ποσότητας ενέργειας που χρειαζόμαστε για να εξηλεκτρίσουμε αυτούς τους τομείς.
Μιλώντας για το οικονομικό σκέλος της ενεργειακής μετάβασης έθεσε το ερώτημα «ποιος θα ωφεληθεί από αυτή τη μετάβαση; Θα είναι οι καταναλωτές, θα είναι οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θα είναι όλοι;» Αυτό όπως είπε θα εξαρτηθεί από το μείγμα πολιτικής που θα εφαρμοστεί στην πράξη.
Πολύ σημαντικός τομέας στον οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι κατά τον κ.Μάντζαρη αυτός του εξηλεκτρισμού των μέσων μαζικής μεταφοράς που θεωρείται ο νούμερο ένα ρυπαντής της ατμόσφαιρας.
Με την ευκαιρία είπε ότι τόσο για τον τομέα των κτιρίων όσο και για τον τομέα των μεταφορέων αναμένονται αυτή την περίοδο σημαντικοί πόροι προς αξιοποίηση. Πόροι που προβλέπονται στο Κανονικό Ταμείο για το Κλίμα που ξεκινάει από τον επόμενο χρόνο και τα έσοδα που αναμένονται από το δεύτερο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων. Για τη βιομηχανία είπε ότι «τα πράγματα είναι πιο σύνθετα καθώς υπάρχει θέμα τεχνολογικής ωριμότητας και κόστους».
Η συντονίστρια έφερε στη συζήτηση το θέμα της αποθήκευσης ενέργειας, στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει ο Σωτήριος Καρέλλας, Καθηγητής Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ. Ο κ.Καρέλλας αναγνώρισε πως η αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας στη χώρα μας καθυστέρησε αρκετά. Επισήμανε όμως ότι «όταν μιλάμε για μπαταρίες αποθήκευσης πρέπει να σκεφτόμαστε όλη την ανάλυση του κύκλου ζωής τους , τόσο από άποψη πρώτων υλών, όσο και από άποψη περιβαλλοντικού αποτυπώματος, καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Κι αυτό γιατί υπάρχει η άποψη που λέει ότι, αν πάμε να ξεφύγουμε από το Διοξείδιο του Άνθρακα και πάμε να κατασκευάσουμε μπαταρίες, ηλεκτρολύτες και άλλες συσκευές αυτής της τεχνολογίας για τις οποίες όμως θα χρησιμοποιήσουμε το κόσμου τα ορυκτά καύσιμα, τότε τι κάναμε. Λέμε λοιπόν ναι στον εξηλεκτρισμό, ναι στη δέσμευση του Διοξειδίου του Άνθρακα αλλά όλα αυτά πρέπει να αποτιμηθούν και οικονομικά και περιβαλλοντικά». Τάχθηκε υπέρ της χρήσης του υδρογόνου, το οποίο όπως εκτιμά «θα έχει αναπτυχθεί πολύ μέχρι το 2050 και θα έχει υποκαταστήσει το Φυσικό Αέριο».
Σε θέματα μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας αναφέρθηκε ο Γιώργος Τσουράκης Εκπρόσωπος Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας(ΑΔΜΗΕ). Ερωτηθείς για τις προτεραιότητες που θέτει ο ΑΔΜΗΕ για τον περιορισμό της τρωτότητας και την αύξηση της ασφάλειας του συστήματος μεταφοράς ενέργειας, ο κ.Τσουράκης είπε ότι «λόγω της κλιματικής αλλαγής και των ακραίων καιρικών φαινομένων, πρέπει να αλλάξουμε τα κριτήρια αξιοπιστίας βάσει των οποίων κάνουμε τον σχεδιασμό μας. Οι παράμετροι που κοιτάμε είναι η αντοχή του συστήματος και το κόστος. Κάτι που κάνουμε τώρα είναι η αντικατάσταση του εξοπλισμού μας, όπου χρειάζεται, και παράλληλα προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε τον υφιστάμενο εξοπλισμό με τον πιο αποδοτικό τρόπο. Για μας πρόκληση αποτελεί η δημιουργία νέων γραμμών μεταφοράς ενέργειας». Στο σημείο αυτό ανέφερε τη μεγάλη ζήτηση που υπάρχει σε καλώδια διασύνδεσης με τα νησιά. «Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να εργοστάσια παραγωγής να μην προλαβαίνουν τις παραγγελίες και τα κόστη παραγωγής να εκτινάσσονται στα ύψη», είπε.
Αναφερόμενος στις περικοπές ΑΠΕ και τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας είπε ότι υπάρχουν δύο ειδών περικοπές στοχαστικής παραγωγής: Περικοπές λόγω δικτύου και περικοπές λόγω ισοζυγίου ενέργειας, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ζήτηση. Αυτή τη στιγμή οι περικοπές που έχουμε εμείς οφείλονται στον δεύτερο λόγο. Με τα δίκτυα δεν έχουμε πρόβλημα καθώς σχεδιάζουμε με ορίζονται το 2020-2035».
Σχετικά με την ιεράρχηση των παρεμβάσεων εξοικονόμησης ενέργειας στον κτιριακό τομέα και το ρόλο που παίζει σ΄αυτό η συμπεριφορά των ίδιων των καταναλωτών ο Κώστας Μπαλαράς Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΑΑ είπε μεταξύ άλλων: «Η λύση για το θέμα δεν είναι μία. Οι λύσεις είναι πολλές και αυτό είναι υπέροχο. Το θέμα ωστόσο θα κριθεί από το ποια λύση θα επιλέξουμε». Είπε ότι ο κτιριακός τομέας είναι ένα κομμάτι του προβλήματος που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εδώ και δεκαετίες. «Οι κατοικίες και ο τριτογενής τομέας αποτελούν μια καταβόθρα» είπε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας πως εδώ και δεκαετίες το 40% της ενέργειας στη χώρα πηγαίνει στα κτίρια. Πρόσθεσε: «Αυτή λοιπόν είναι η πηγή του προβλήματος που πρέπει να λύσουμε. Είναι αλήθεια ότι έχουμε κάνει κάποια βήματα και έχουμε αρχίσει να το αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα Με τα καινούργια κτίρια δεν υπάρχει κανένα θέμα. Ίσα ίσα που τα καινούργια κτίρια έγιναν μέρος της λύσης του προβλήματος. Δυστυχώς όμως από την άλλη μεριά έχουμε εκατομμύρια παλαιά κτίρια. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Εκεί πρέπει λοιπόν να εστιάσουμε και να αναζητήσουμε τις λύσεις». [...] «Ως τότε πρέπει να πάψουμε να σπαταλάμε ενέργεια. Πρέπει να μειώσουμε τις ανάγκες μας» ...