Το μεθάνιο αποτελεί ισχυρό «αέριο του θερμοκηπίου» που ενοχοποιείται, όπως και το διοξείδιο του άνθρακα, για την άνοδο της θερμοκρασίας και την κλιματική αλλαγή. Τώρα, μια νέα επιστημονική μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκπομπές μεθανίου στην ατμόσφαιρα, που προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες, είχαν υποεκτιμηθεί σοβαρά μέχρι σήμερα, καθώς στην πραγματικότητα είναι 25% έως 40% μεγαλύτερες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γεωεπιστημών και Επιστήμης του Περιβάλλοντος, Βασίλι Πετρένκο του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature", υπολόγισαν ότι οι φυσικές εκπομπές μεθανίου είναι πολύ μικρότερες και οι ανθρωπογενείς είναι σημαντικά περισσότερες από ό,τι είχε εκτιμηθεί.
Το μεθάνιο είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ανθρωπογενής παράγων της κλιματικής αλλαγής μετά το διοξείδιο του άνθρακα. Σε σχέση με το τελευταίο, το μεθάνιο έχει σχετικά σύντομη ζωή, καθώς κατά μέσο όρο διαρκεί μόνο εννέα χρόνια στην ατμόσφαιρα, ενώ το διοξείδιο για περίπου ένα αιώνα. Αυτό καθιστά το μεθάνιο κατ' εξοχήν ιδανικό στόχο για περιορισμό των εκπομπών άνθρακα σε σύντομο χρονικό ορίζοντα.
Το μεθάνιο στην ατμόσφαιρα διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, με βάση την «υπογραφή» του άνθρακα-14 που περιέχει, ενός σπάνιου ραδιενεργού ισοτόπου. Αφενός, στο αρχαίο μεθάνιο που έχει ηλικία εκατομμυρίων ετών και βρίσκεται σε αρχαία αποθέματα υδρογονανθράκων και το οποίο δεν περιέχει πια άνθρακα-14, και αφετέρου στο «φρέσκο» μεθάνιο βιολογικής προέλευσης που παράγεται από φυτά και ζώα και το οποίο περιέχει άνθρακα-14. Το βιολογικό μεθάνιο εκπέμπεται από υδροβιότοπους, ορυζώνες, χωματερές, αγελάδες κ.α. Το μεθάνιο στα έγκατα της Γης εκπέμπεται είτε μέσω φυσικών γεωχημικών διαδικασιών, είτε λόγω εξόρυξης από τους ανθρώπους.
Οι συνολικές εκπομπές μεθανίου στην ατμόσφαιρα έχουν αυξηθεί περίπου κατά 150% κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες. Έως τώρα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν οι επιστήμονες την ακριβή πηγή προέλευσης αυτών των εκπομπών, δηλαδή το ποσοστό που πηγάζει από φυσικές διαδικασίες και εκείνο από βιολογικές. Κεντρικό ζητούμενο αποτελεί πόσο μεθάνιο εκπέμπεται από τη φύση και πόσο από τους ανθρώπους.
Οι ερευνητές συνέλεξαν από τη Γροιλανδία πυρήνες πάγου με εγκλωβισμένο αέρα, που αποτελούν ένα είδος χρονοκάψουλας, η οποία επέτρεψε την ανάλυση του αέρα διαχρονικά, από τις αρχές του 18ου αιώνα (πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση) έως σήμερα. Παράλληλα, έλαβαν υπόψη τους παλαιότερα ανάλογα στοιχεία από την Ανταρκτική.
Οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα σε σημαντικές ποσότητες από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μετρώντας τα επίπεδα του ισοτόπου άνθρακα-14 στον αέρα των τελευταίων αιώνων, οι ερευνητές βρήκαν ότι έως περίπου το 1870 σχεδόν όλο το μεθάνιο που είχε εκλυθεί στην ατμόσφαιρα ήταν βιολογικής προέλευσης. Όμως στη συνέχεια, λόγω κυρίως της αυξανόμενης εξόρυξης καυσίμων, το ανθρωπογενές μεθάνιο άρχισε να αυξάνεται με γρήγορο ρυθμό.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι φυσικές γεωλογικές εκπομπές μεθανίου κατά την περίοδο 1750-2013 ήσαν περίπου 1,6 έως 5,4 teragrams (τρισεκατομμύρια γραμμάρια) ετησίως, περίπου δέκα φορές μικρότερες από τις εκτιμήσεις που ενσωματώνονται στα σημερινά μοντέλα για τις συνολικές εκπομπές μεθανίου. Αυτό, τονίζουν, δείχνει ότι οι ανθρωπογενείς εκπομπές μεθανίου από τα ορυκτά καύσιμα υποεκτιμώνται κατά 38 έως 58 teragrams ετησίως, δηλαδή κατά 25% έως 40%.
ΑΠΕ ΜΠΕ