«Η φετινή Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος βρίσκει την Ελλάδα με ένα νέο κλιματικό νόμο που χαρακτηρίστηκε από έντεκα (11) Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και μεγάλους συλλογικούς φορείς της χώρας μας ως «μία δειλή αρχή που χαρακτηρίζεται από κενό φιλοδοξίας και κενό εφαρμογής». Έναν κλιματικό νόμο που νομοθετήθηκε διεκπεραιωτικά και μόνο με επικοινωνιακή στόχευση εκ μέρους της κυβέρνησης. Που δεν κατανοεί ότι ο κλιματικός νόμος είναι ο σημαντικότερος της δεκαετίας και η μοναδική ευκαιρία βιώσιμης μεταρρύθμισης της παραγωγής και της διοίκησης, εφόσον επέλεξε να τον «σπαταλήσει» για λίγες επικοινωνιακές εντυπώσεις και πολλές άσχετες τροπολογίες» τονίζει ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Realnews» για την ενέργεια και το περιβάλλον με τίτλο «Realplanet» που κυκλοφόρησε την Κυριακή 05.06.2022, ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος.
Προσθέτει πως η κλιματική κρίση δεν είναι επικοινωνία, αλλά μία πραγματικότητα που απαιτεί μία πραγματική επανάσταση. Και σίγουρα δεν αρκεί μία προσέγγιση business as usual που μας έφερε στην κρίση. Πολύ δε περισσότερο μια προσέγγιση business για πολύ λίγους, με κόστος για τους πολλούς, νοικοκυριά και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, που υλοποιεί η ΝΔ.
Ο Σ. Φάμελλος παρουσιάζει της θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα: «είναι ξεκάθαρο ότι χρειαζόμαστε σχέδιο και ηγεσία για αυτή την κρίσιμη και πολύ δύσκολη μετάβαση. Ένα Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030 αλλά και μία στρατηγική απεξάρτησης της Ελλάδας και από το λιγνίτη και από το φυσικό αέριο, σε αντίθεση με την επιλογή της κυβέρνησης ΝΔ να προσδέσει την ηλεκτροπαραγωγή στο ορυκτό, εισαγόμενο και πανάκριβο φυσικό αέριο. Η λύση είναι περισσότερες ΑΠΕ με υποδομές αποθήκευσης, με συμμετοχή της κοινωνίας και των παραγωγικών τάξεων μέσω ενεργειακών κοινοτήτων, με ξεκάθαρους κανόνες, προστασία των οικοσυστημάτων και χωροταξικό σχεδιασμό. Σε αυτήν τη μετάβαση η πολιτεία οφείλει να ηγηθεί, όπως συνέβη και με την πανδημία, και να αναλάβει τον κεντρικό σχεδιασμό γιατί (και) η μετάβαση δεν μπορεί να αφεθεί στις ορέξεις της αγοράς. Η πολιτεία είναι αυτή που πρέπει να εγγυηθεί ότι «κανείς δε θα μείνει πίσω».
Στέκεται στη συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ευρώπη για ισχυρότερες δημόσιες πολιτικές στην ενέργεια, μία συζήτηση που επιβεβαίωσε και επέκτεινε η ουκρανική κρίση. «Η επιβίωση κοινωνίας και οικονομίας απαιτεί επάρκεια και χαμηλές τιμές ενέργειας. Για αυτό χρειάζεται δημόσιος έλεγχος στα δίκτυα ενέργειας και στην αποθήκευση ενέργειας. Με παράλληλο πλουραλισμό και αποκέντρωση της παραγωγής, για να αποφύγουμε υπερκέρδη και αδιαφάνεια που δημιουργεί η μονοπωλιακή διαχείριση της ενέργειας. Για το λόγο αυτό στην Ελλάδα έχουμε ανάγκη από μία ισχυρή ΔΕΗ που θα επιτελεί τον διαχρονικό κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο αντί να θέτει ως μοναδικό γνώμονα τη δική της κερδοφορία, συμμετέχοντας στο πάρτι αισχροκέρδειας του καρτέλ ηλεκτρικής ενέργειας, όπως έγινε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη».
Δηλώνει τέλος: «Για το λόγο αυτό απαιτείται σήμερα μία ριζική μεταρρύθμιση στην ελληνική ενεργειακή πολιτική, που θα δώσει ενεργειακή ασφάλεια, νέες βιώσιμες πράσινες επενδύσεις και θα κρατήσει νέες και νέους επιστήμονες στην Ελλάδα».