Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία φάνηκε ότι οι αυξήσεις, ειδικότερα στις τιμές ρεύματος, αποτελούσε πολιτική της επιλογή, σημειώνει σε δήλωσή του στο iEnergeia o ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Σωκράτης Φάμελλος.
Ο κ. Φάμελλος επεσήμανε ότι στην Ελλάδα, ξεκίνησε το ράλι ακρίβειας στην ενέργεια, πολλούς μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και όπως εξηγεί:
«Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία φάνηκε ότι οι αυξήσεις, ειδικότερα στις τιμές ρεύματος, αποτελούσε πολιτική της επιλογή
Οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, τον Σεπτέμβριο του 2019, ώθησε τις τιμές προς τα πάνω και αύξησε φυσικά και το περιθώριο κέρδους των παρόχων. Ακολούθησε η χωρίς έλεγχο και ρύθμιση εφαρμογή του νέου, ευρωπαϊκού μοντέλου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, του Target Model, τον Νοέμβριο του 2020, με επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ.
Η ΔΕΗ αντί να επιτελεί το διαχρονικό κοινωφελή, κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο μετατράπηκε με επιλογή Μητσοτάκη σε ακραία κερδοσκοπική εταιρεία. Δεν συγκράτησε τις τιμές αλλά έγινε σημαιοφόρος της αισχροκέρδειας. Στη μελέτη της ΡΑΕ για τα υπερκέρδη της περιόδου ΟΚΤ21-ΜΑΡ22 που κατατέθηκε στη Βουλή αποδεικνύεται ότι η ΔΕΗ έχει τα 730 εκατ. ευρώ από τα 927 εκατ. ευρώ όλων των ηλεκτροπαραγωγών, δηλαδή περίπου το 80%.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι τους τελευταίους 18 μήνες έχουν αφαιρεθεί από τους καταναλωτές τουλάχιστον 3,5 δισ. ευρώ με ευθύνη και επιλογή Μητσοτάκη. Τα δισεκατομμύρια αυτά έχουν παραχθεί και παράγονται στην πλάτη των καταναλωτών που έχουν πλέον γονατίσει από την ακρίβεια σε όλα τα βασικά καταναλωτικά αγαθά, αλλά και εις βάρος της οικονομίας αφού πρόκειται για χρήματα που έχει «στερηθεί» η αγορά.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση ΝΔ συνεχίζει ακόμη και σήμερα να μην λαμβάνει καμία πρωτοβουλία ώστε να μειώσει τις τιμές ρεύματος και συνεχίζει να χρηματοδοτεί την ακρίβεια με χρήματα που ανακυκλώνει από τους καταναλωτές».