Η ουσία του έργου είναι η υποκλιμάκωση κλιματικών και ατμοσφαιρικών μοντέλων σε επίπεδο ανάλυσης 1x1km, με στόχο τη βελτιστοποίηση της ικανότητας πρόβλεψης, σε σχέση με τα σημερινά μοντέλα, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι πολύ χαμηλότερης ανάλυσης.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης (7/11), στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, με τη συμμετοχή του Ερευνητή του ΚΕΦΑΚ, Δρ Σταύρου Σολωμού.
Το έργο αφορά στην «ανάπτυξη ψηφιακής Εθνικής Βάσης Κλιματικών δεδομένων και προσομοιώσεων σε υψηλή υποκλιμάκωση για τις προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας». Αποτελεί συνεργασία του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Η διάρκεια του έργου είναι 20 μήνες, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός του 1,65 εκατ. ευρώ και καλύπτεται από πόρους του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ).
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα μας απασχολούν για τα επόμενα τουλάχιστον 40 χρόνια, ίσως για έναν αιώνα. Οπότε τα ευρήματα από το συγκεκριμένο έργο είναι πολύ χρήσιμα.
Μέσα από αυτή την πρωτοβουλία η πολιτεία, για πρώτη φορά, επενδύει χρηματικούς πόρους στην προβλεπτική της ικανότητα. Η συμβολή του έργου είναι εξαιρετικά πολύτιμη για την ανάπτυξη πολιτικών, στις οποίες δίνει προτεραιότητα το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και έχουν στον πυρήνα τους την έννοια της ανθεκτικότητας, με την ιεράρχηση: ανθρώπινη ζωή, κρίσιμες δημόσιες υποδομές, ιδιωτική περιουσία. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο, αντικειμενικό και επιστημονικό εργαλείο προτεραιοποίησης των πολιτικών και έργων υποδομής που πρέπει να γίνουν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Τα ευρήματα θα είναι πολύ χρήσιμα σε μία σειρά από πολιτικές, που στόχος είναι να γίνουν επιστημονικά αποτελεσματικές και κατά συνέπεια δημοσιονομικά και οικονομικά αποτελεσματικές. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η πολεοδομική πολιτική, η πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και αύξησης της ανθεκτικότητας στον αστικό ιστό, η αντιπλημμυρική πολιτική, η αντιμετώπιση, η πρόβλεψη και η υλοποίηση έργων για τη λειψυδρία. Και καθώς θα περνούν τα χρόνια και εξελίσσεται η τεχνολογία, τα ευρήματα που θα έχουμε στη διάθεσή μας θα είναι ακόμη πιο ακριβή και απαραίτητα για την ανάπτυξη πολιτικών συναφών με πολεοδομικά ζητήματα, ενέργεια και ύδατα.
Τα αποτελέσματα του έργου θα υποστηρίξουν τις τοπικές/περιφερειακές μελέτες επιπτώσεων από την κλιματική κρίση, τον σχεδιασμό βέλτιστων στρατηγικών περιφερειακής προσαρμογής και μετριασμού του κόστους, και των άλλων επιπτώσεων των ακραίων καιρικών και κλιματικών φαινομένων.
Επιπρόσθετα, θα είναι διαθέσιμα για τη διεξαγωγή μελετών σκοπιμότητας και την τροφοδότηση πιο εξειδικευμένων μοντέλων, όπως υδρολογικών και μοντέλων αστικής κλίμακας.
Τα δεδομένα
Οι τάσεις θέρμανσης, τόσο των επιφανειακών υδάτων όσο και της ατμόσφαιρας πάνω από την ξηρά, τις τελευταίες δεκαετίες στη Μεσόγειο, σε σχέση με τη προβιομηχανική περίοδο, συνεχίζουν να είναι αυξητικές.
Οι τάσεις θέρμανσης αναμένεται να είναι ακόμη υψηλότερες στο ηπειρωτικό τμήμα της Ελλάδας κατά τους θερινούς μήνες.
Σε ό,τι αφορά στις βροχοπτώσεις, προβλέπεται να μειωθούν κυρίως στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, ωστόσο η ένταση των ακραίων βροχοπτώσεων και φαινομένων γενικότερα, θα αυξηθεί.
Σε τοπική κλίμακα, οι κλιματικοί δείκτες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να προσομοιωθούν, με ακρίβεια, από τα παγκόσμια κλιματικά μοντέλα, κυρίως λόγω της αδυναμίας περιγραφής της τοπογραφίας και των δυναμικών και μικροφυσικών διεργασιών των νεφών.
Ακόμη και σε ανάλυση πλέγματος της τάξης 10×10 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που χρησιμοποιείται συνήθως για την πρόγνωση του καιρού, τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν προσομοιώνονται ικανοποιητικά.
Οι διαθέσιμες παγκόσμιες κλιματικές προγνώσεις είναι στην κλίμακα περίπου των 100×100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ως εκ τούτου, η υποκλιμάκωση αυτών, καθίσταται αναγκαία, προκειμένου να προσαρμοστούν τα αποτελέσματα των παγκόσμιων κλιματικών μοντέλων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, η οποία διαθέτει εξαιρετικά πολύπλοκο ανάγλυφο.
Ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες παρατηρούνται στα αστικά κέντρα. Αντίστοιχα, το πεδίο του ανέμου επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, από την τοπογραφία και την αστική δόμηση των πόλεων, αυξάνοντας έτσι την πολυπλοκότητα της τοπογραφίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι προβλέψεις των μοντέλων δεν είναι τόσο ακριβείς. Η υλοποίηση του έργου αποσκοπεί στη μείωση αυτών των αβεβαιοτήτων. Τα αποτελέσματα της υποκλιμάκωσης προσδιορίζουν, με μεγαλύτερη ακρίβεια, τις περιοχές που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ακραίων φαινομένων, όπως επίσης και την ακριβέστερη αποτύπωση του πεδίου του ανέμου σε τοπικό επίπεδο.
Για το σκοπό αυτό, η Ακαδημία Αθηνών, σε συνεργασία με ειδικούς στον κλάδο τόσο από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όσο και από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, καθώς και από ξένα επιστημονικά Ιδρύματα κύρους, αναπτύσσουν ψηφιακή Εθνική Βάση Κλιματικών Δεδομένων Υψηλής Ανάλυσης. Μεταξύ των επιφανών επιστημόνων κλιματολόγων είναι ο Καθηγητής κ. Hans Joachim Schellnhuber (Director General, International Institute for Applied Systems Analysis IIASA), o Καθηγητής κ. Jürg Luterbacher (Πανεπιστήμιο Giessen), o Καθηγητής κ. Guy Brasseur (Ινστιτούτο Max Planck για τη Μετεωρολογία και το Κλίμα-Αμβούργο), ο Καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Συνολάκης, Ακαδημαϊκός, o Καθηγητής κ. Πρόδρομος Ζάνης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) και ο Δρ. Χρήστος Γιαννακόπουλος (Διευθυντής Ερευνών, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών), με τα επιτελεία τους.