H χώρα μας περιλαμβάνεται στο κάδρο των περιοχών που εξετάζει η Repsol για «έξοδο» από τις έρευνες υδρογονάνθρακων τις οποίες έχει αναλάβει, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες μελετά το ενδεχόμενο να αποσυρθεί και από τις τρεις παραχωρήσεις στις οποίες δίνει το παρών στην Ελλάδα.
Αν και όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η ισπανική εταιρεία δεν έχει λάβει ακόμη τις οριστικές αποφάσεις της αναφορικά με τη δραστηριοποίησή της στα τρία μπλοκ στη χώρα μας, αυτό που είναι δεδομένο είναι πως σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά τις επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων, τις οποίες θα διοχετεύσει σε λιγότερες χώρες και στα πιο «ώριμα» κοιτάσματα για αξιοποίηση. Επομένως, με δεδομένο ότι οι έρευνες και τα τρία ελληνικά «οικόπεδα» βρίσκονται σε αρκετά πρώιμη φάση, σύμφωνα με πληροφορίες συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες να συγκαταλεγούν τελικά στο προς αποεπένδυση χαρτοφυλάκιο.
Η Repsol συμμετέχει στη χώρα μας στην έρευνα μίας θαλάσσιας περιοχής, της παραχώρησης «Ιόνιο» στη Δυτική Ελλάδα, μαζί με τα Ελληνικά Πετρέλαια. Στην κοινοπραξία η Repsol έχει και τον ρόλο του Διαχειριστή (Operator). Επίσης, έχει αναλάβει δύο χερσαίες περιοχές μαζί με την Energean, στα Ιωάννινα και την Αιτωλοακαρνανία, εξαγοράζοντας το 2017 από την δεύτερη το 60% των δικαιωμάτων των δύο παραχωρήσεων. Και σε αυτή την περίπτωση έχει επίσης τον ρόλο του Operator.
Η ισπανική εταιρεία αποτελεί κολοσσό στον τομέα του upstream, καθώς «τρέχει» πρότζεκτ σε 28 χώρες, ενώ η ημερήσια παραγωγή της αγγίζει τα 700.900 βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου. Η περιστολή των επενδύσεων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στις εκτιμήσεις της για τις επιπτώσεις στον τομέα από τη δρομολογημένη απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Παράλληλα, για την προσαρμογή της επιχειρηματικής της στρατηγικής στην ενεργειακή μετάβαση, οι επενδύσεις που θα περικοπούν από το το upstream θα ανακατευθυνθούν στις ΑΠΕ. Με αυτό τον τρόπο, σχεδιάζει να ενισχύσει το «πράσινο» χαρτοφυλάκιό της στα 16 GW (γιγαβάτ) από 2,5 GW που είναι σήμερα.
Ενδεικτικό αυτής της επιχειρηματικής στροφής αποτελεί το γεγονός ότι τον Δεκέμβριο του 2019 ανακοίνωσε ότι θα απομειώσει την αξία των περιουσιακών της στοιχείων στα ορυκτά καύσιμα κατά 4,8 δισ. ευρώ (5,3 δισ. δολάρια), με βάση την επίδραση που υπολογίζει ότι θα έχει στις τιμές των καυσίμων η πορεία μετάβασης σε μία οικονομία χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα. Επίσης, τότε ανακοίνωσε επίσης τον στόχο να μηδενίσει τις καθαρές εκπομπές της έως το 2050.
Σε αυτό το πλαίσιο, το τεράστιο πλήγμα που προκάλεσε στον τομέα του upstream η πανδημία, καταβαραθρώνοντας τιμές και κατανάλωση, ήρθε να προσθέσει έναν ακόμη λόγο για την αλλαγή πλεύσης της εταιρείας. Εξάλλου, η πανδημία ώθησε όλους σχεδόν τους πετρελαϊκούς κολοσσούς να αναστείλουν σημαντικό μέρος των επενδυτικών τους σχεδίων.
Κώστας Δεληγιάννης / insider.gr