Ενώ η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι καταναλωτές δε φαίνεται να έχουν πεισθεί για τα οφέλη της. Σύμφωνα με τον νέο δείκτη της EY,Energy Consumer Confidence Index (ECCI), η κλονισμένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών ενδέχεται να επιβραδύνει την πρόοδο ενός τέτοιου μετασχηματισμού.
Ο εν λόγω δείκτης, αντλεί πληροφορίες από σχετική έρευνα της EY που καταγράφει τις απόψεις 36.000 οικιακών καταναλωτών ενέργειας, σε 18 αγορές. Σκοπός της δημιουργίας του, είναι να γίνει κατανοητός ο βαθμός εμπιστοσύνης των καταναλωτών σήμερα – και σε τρία χρόνια από τώρα – ως προς πέντε παράγοντες: τη σταθερότητα της αγοράς των παρόχων ενέργειας, την αξία που δημιουργούν οι πάροχοι για τους καταναλωτές και τις εκάστοτε κοινότητές τους, τη δυνατότητα πρόσβασης σε επιλογές καθαρής ενέργειας, την πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια, και τις κυβερνητικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις ή την υποστήριξη για μία δίκαιη και ισότιμη ενεργειακή μετάβαση. Ο δείκτης αποκαλύπτει ότι, σήμερα, οι καταναλωτές δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν τα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης και αμφιβάλουν για το αν θα υπάρξει βελτίωση μελλοντικά.
Πρόοδος της ενεργειακής μετάβασης και εμπιστοσύνη των καταναλωτών
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο αντίκτυπος της ενεργειακής μετάβασης στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η EY προχώρησε σε αντιπαραβολή των ευρημάτων του ECCI με τον Δείκτη Ενεργειακής Μετάβασης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο οποίος συγκρίνει την πρόοδο διαφόρων χωρών, με βάση 38 επιμέρους δείκτες. Τα ευρήματα καταδεικνύουν μία ενδιαφέρουσα συσχέτιση μεταξύ της προόδου των χωρών στην ενεργειακή μετάβαση και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ενέργειας. Ειδικότερα, στην εξέλιξη της πορείας της ενεργειακής μετάβασης, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών αρχικά αυξάνεται, αντανακλώντας το θετικό κλίμα για τις μελλοντικές δυνατότητες, ενώ, στη συνέχεια, μειώνεται απότομα. Φαίνεται ότι, καθώς τα ζητήματα κλιμάκωσης της προσφοράς, πολυπλοκότητας και διαταραχών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της μετάβασης, μετατρέπονται από θεωρητικές ανησυχίες σε πρακτικά προβλήματα, οι επιπτώσεις γίνονται περισσότερο αισθητές.
Επίσης, ο δείκτης φανερώνει μία σύνδεση μεταξύ της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, της προσβασιμότητας των πηγών ενέργειας και της οικονομικής προσιτότητας. Για παράδειγμα, καταναλωτές με χαμηλότερα εισοδήματα παρουσιάζουν και χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης, γεγονός που πιθανώς αποκαλύπτει ότι αισθάνονται πως αδυνατούν να αποκτήσουν πρόσβαση ή να ανταποκριθούν στο κόστος νέων ενεργειακών λύσεων, όπως τα φωτοβολταϊκά, οι οικιακοί συσσωρευτές ενέργειας ή τα ηλεκτρικά οχήματα. Η, μέχρι σήμερα, έμφαση σε καταναλωτές υψηλότερου εισοδήματος – καθώς αποτελούν τους πρώτους που υιοθετούν αυτές τις λύσεις – έχει καταστήσει δυσκολότερο για τους καταναλωτές με χαμηλότερα εισοδήματα να συμμετάσχουν στην ενεργειακή μετάβαση και να διαπιστώσουν τα οφέλη της.
Διδάγματα από διαφορετικές προσεγγίσεις της αγοράς
Ορισμένες αγορές, έχουν καταφέρει να μην επηρεαστούν από την εμφανή σύνδεση της προόδου της ενεργειακής μετάβασης με τη μειωμένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Περιπτώσεις, όπως αυτές της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Σουηδίας, αναδεικνύουν τη σημασία της έγκαιρης ευαισθητοποίησης και εμπλοκής των καταναλωτών στην ενεργειακή μετάβαση, καθώς και την ανάγκη δημιουργίας μιας γραμμικής και σταθερής εμπειρίας κατανάλωσης ενέργειας, μέσα από κυβερνητικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Συνεργασία σε τέσσερις βασικές δράσεις
Η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης εξαρτάται από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, σήμερα. Είναι δεδομένο, ότι αυτό θα απαιτήσει μία συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ των κυβερνήσεων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οικονομίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, κρίνεται απαραίτητο να συνεργαστούν όλοι όσοι εμπλέκονται στο ενεργειακό οικοσύστημα, έτσι ώστε να προσφέρουν στους καταναλωτές την εμπειρία κατανάλωσης ενέργειας που αποζητούν.
Μεταξύ άλλων, η EY έχει εντοπίσει βασικές ενέργειες που μπορούν να ενθαρρύνουν και να υποστηρίξουν τους καταναλωτές, προκειμένου να υιοθετήσουν νέες συμπεριφορές και να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις που θα επιταχύνουν την πορεία προς ένα καλύτερο ενεργειακό μέλλον, όπως η συνεργασία για τη δημιουργία οικοσυστημάτων με επίκεντρο τον καταναλωτή, η στόχευση συγκεκριμένων καταναλωτικών επιλογών και συμπεριφορών, η έμφαση στην άυλη αξία στον τομέα της ενέργειας (π.χ. κοινωνική επίδραση, δημιουργία κοινοτήτων, κ.ά.) και η επιστημονική μέτρηση και κατανόηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών.
Σχολιάζοντας την έρευνα, ο κ.Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος, Επικεφαλής Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών, και Επικεφαλής Τομέα Ενέργειας και Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Η ενεργειακή μετάβαση οδηγεί σε προφανή οφέλη, αλλά εμπεριέχει και κόστη που δημιουργούν ανησυχίες και αβεβαιότητα, ιδιαίτερα για τους καταναλωτές με χαμηλότερο εισόδημα. Αν δεν εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη και η ενεργή συμμετοχή τους σε αυτή την κρίσιμη φάση, οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουν τεθεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών, δεν πρόκειται να υλοποιηθούν εγκαίρως. Οι κυβερνήσεις, οι ρυθμιστικές αρχές και οι επιχειρήσεις, οφείλουν να συνεργαστούν, υιοθετώντας μία ολιστική προσέγγιση που θα θέτει την εμπειρία, τις ανάγκες και τις προσδοκίες των καταναλωτών στο επίκεντρο».