Ένσταση στις μετρήσεις που αποτυπώνει η μελέτη σύγκρισης κόστους θέρμανσης από διάφορες τεχνολογίες που επικαιροποιήσε για τη φετινή χειμερινή περίοδο η επιστημονική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου εκφράζει η Ελληνική Εταιρεία Ανάπτυξης Βιομάζας (ΕΛΑΒΙΟΜ). Οι ενστάσεις και για τις οποίες έχει ζητήσει διόρθωση χαρακτηρίζοντας ως ανακριβή τα δεδομένα σχετίζονται με το κόστος θέρμανσης με χρήση λέβητα πελλετών ξύλου.
Εκπροσωπώντας τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς παραγωγής και εμπορίας πέλλετ, σημειώνει ότι τα πέλλετ ξύλου αποτελούν ένα φιλικό προς το περιβάλλον στερεό βιοκαύσιμο και η επιλογή τους ως λύση οικιακής και επαγγελματικής θέρμανσης σε σύγχρονες συσκευές καύσης διαθέτει πλήθος πλεονεκτημάτων. Ένα εξ αυτών είναι η σταθερότητα των τιμών που παρατηρείται διαχρονικά έναντι των μεγάλων διακυμάνσεων που εμφανίζουν άλλες τεχνολογίες θέρμανσης.
Οι τιμές στα πέλλετ
Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση, η επένδυση σε ένα νέο σύστημα θέρμανσης είναι δαπανηρή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι επικερδής μακροπρόθεσμα. Η σοβαρή άνοδος των τιμών και οι απρόβλεπτοι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν την αγορά ορυκτών καυσίμων δεν συμβαίνουν στον ίδιο βαθμό με τα pellets ξύλου. Αντίθετα, τα pellets διατηρούν διαχρονικά τις τιμές τους σε σταθερά επίπεδα. Ακόμη και η απότομη αύξηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα της περυσινής περιόδου θέρμανσης δεν επηρέασε σημαντικά την αγορά pellets κατά την φετινή περίοδο και οι τιμές ως επί το πλείστον τείνουν να επανέλθουν σε κοντινά με τα προ κρίσης επίπεδα. Η χρήση pellets είναι σήμερα μια από τις πλέον οικονομικές μορφές θέρμανσης, με την τρέχουσα τιμή χονδρικής πώλησης να είναι ως και 50% χαμηλότερη σε σχέση με την υψηλότερη τιμή της προηγουμένης χρονιάς.
Σύμφωνα με την εταιρεία η μελέτη υποβαθμίζει κατάφορα τον ρόλο των συστημάτων πελλετών ξύλου ως μία οικονομική και ανανεώσιμη επιλογή θέρμανσης, «προκαλεί πλήθος αντιδράσεων στις τάξεις των μελών του Συνδέσμου μας και οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα και αγοραστική συμπεριφορά τους καταναλωτές, αλλά και τους υπεύθυνους χάραξης ενεργειακής, περιβαλλοντικής και δημοσιονομικής πολιτικής».
Η μελέτη του ΕΜΠ αναφέρει ότι το κόστος θερμικής ενέργειας με συγκρότημα λέβητα βιομάζας ανέρχεται σε 0,137 €/kWhth και ότι ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης σε ένα νέο τέτοιο σύστημα ανέρχεται σε διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών. Επιπλέον κοστολογεί την επένδυση περίπου στα 6.930 ευρώ κάτι που η εταιρεία θεωρεί ιδιαίτερα υψηλό και πάντως όχι αντιπροσωπευτικό μέσης τιμής για συγκρότημα με λέβητα ισχύος 20 kW (αν θεωρηθεί αντίστοιχης ισχύος με τον προς αντικατάσταση λέβητα πετρελαίου, ο οποίος χρησιμοποιείται ως βάση σύγκρισης).
Σε ό,τι αφορά το κόστος θερμικής ενέργειας η ΕΛΑΒΙΟΜ επισημαίνει ότι στη μελέτη έχουν ληφθεί υπόψη οι ακριβότερες τιμές για πελλέτες ξύλου κλάσης Α1 που ανέρχονται σε 533 ευρώ ανά τόνο τιμή όχι αντιπροσωπευτική, ιδιαίτερα δε σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κατανάλωση πελλετών ξύλου στη χώρα. Κάνει επίσης αναφορά στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ στον οποίο υπάγεται το πέλλετ σε αντίθεση με το φυσικό αέριο το οποίο είναι στο 6%.
Επίσης κάνει λόγο για λανθασμένες μετρήσεις αναφορικά με τον βαθμό απόδοσης συγκροτήματος λέβητα πελλετών ξύλου, ζητώντας να αναθεωρηθει προς τα πάνω.
Το κόστος της θέρμανσης με πέλλετ στις μετρήσεις του ΕΜΠ
Στις μετρήσεις πάντως του ΕΜΠ ως η φθηνότερη επιλογή ως προς το κόστος θερμικής ενέργειας είναι η θέρμανση με αντλίες θερμότητας ενώ η ακριβότερη μορφή θέρμανσης αναδεικνύονται τα τζάκια και οι ηλεκτρικές αντιστάσεις.
Ενδεικτικό είναι ότι τα τζάκια (κλειστού ή ανοικτού τύπου) και οι αντιστάσεις στοιχίζουν περίπου διπλάσια από ότι ένας συνήθης καυστήρας πετρελαίου, ενώ οι αντλίες θερμότητας μόλις στο 38-61%.
Το φυσικό αέριο βρίσκεται μεταξύ 0,098 και 0,111 ευρώ. Από την άλλη, οι λέβητες βιομάζας στα 0,137 ευρώ. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα συμβατικά στερεά καύσιμα, όπως είναι τα καυσόξυλα και τα πέλλετ ξύλου, οι τιμές πώλησής τους μπορεί να παρουσιάζουν μια μείωση της τάξης του 10% και 25%, συγκριτικά με τη σεζόν 2022-2023, ωστόσο παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις τιμές που ίσχυαν πριν ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση.