Ένα στα τέσσερα νοικοκυριά δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή λογαριασμών ενέργειας με το ποσοστό αυτό να υπερδιπλασιάζεται όταν πρόκειται για νοικοκυριά που βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας.
Τα στοιχεία της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών που δημοσιεύτηκαν χθες από την ΕΛΣΤΑΤ είναι ενδεικτικά της δύσκολης κατάστασης που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά και δη αυτά με πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Σύμφωνα με την έρευνα το 39,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 14,4%.
Το 64,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 24,9%.
Γενικότερα, σχεδόν τα μισά νοικοκυριά (47,3%) αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πληρωμή ενοικίου, δόσεις δανείου και παγίων λογαριασμών ενώ σε ποσοστό 44,3% δηλώνουν αδυναμία αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος της ΕΛΣΤΑΤ.
Αλλωστε το 26,1% του πληθυσμού αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας, ποσοστό μειωμένο κατά 0,2% σχέση με το 2022.
Αναφορικά με την υλική στέρηση σε βασικές ανάγκες και υλική στέρηση η έρευνα κατέδειξε ότι το 82,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 33,8% . Το 39,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 14,4%. Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,5%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 86,3% και 15,1%, αντίστοιχα. Το 31,4% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 51,3% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 28,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Σημειώνεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.050 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.755 ευρώ.
Ως κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Το 2023, το 18,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός ανερχόταν σε 21,4% το 2015 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2014) και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.
Σε έξι περιφέρειες (Κρήτη, Ήπειρος, Νότιο Αιγαίο, Αττική, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες επτά περιφέρειες (Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία και Ιόνια Νησιά) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.