Στον επόμενο μήνα η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει στοιχεία στη Κομισιόν σχετικά με τις βέλτιστες δράσεις που έχει μέχρι σήμερα υιοθετήσει για την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών σε κλάση τουλάχιστον «Ε» μέχρι το 2035 ώστε να συμμορφωθεί με τη νέα Οδηγία.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία αφορά σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979.
Η υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση 1,5 εκατ. κατοικιών υπολογίζεται ότι θα κοστίσει ακόμη και δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Η νομοθεσία αυτή θέτει το πλαίσιο ώστε τα κράτη μέλη να μειώσουν τις εκπομπές και τη χρήση ενέργειας σε κτίρια σε ολόκληρη την ΕΕ, από τα σπίτια και τους χώρους εργασίας έως τα σχολεία, τα νοσοκομεία και άλλα δημόσια κτίρια. Αυτό θα συμβάλει στη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Η αναθεωρημένη οδηγία θέτει φιλόδοξους στόχους για τη μείωση της συνολικής χρήσης ενέργειας των κτιρίων σε ολόκληρη την ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Αφήνει την ελευθερία στα κράτη μέλη να επιλέξουν σε ποια κτίρια θα επικεντρωθούν και ποια μέτρα θα λάβουν. Η οδηγία θα τονώσει τη ζήτηση για καθαρές τεχνολογίες κατασκευασμένες στην Ευρώπη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, επενδύσεις και ανάπτυξη.
Κάθε κράτος μέλος θα υιοθετήσει τη δική του εθνική πορεία για τη μείωση της μέσης χρήσης πρωτογενούς ενέργειας των οικιστικών κτιρίων κατά 16 % έως το 2030 και κατά 20-22 % έως το 2035. Για τα μη οικιστικά κτίρια, τα κράτη μέλη θα χρειαστεί να ανακαινίσουν το 16 % των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις έως το 2030 και το 26 % των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις έως το 2033. Τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν ορισμένες κατηγορίες οικιστικών και μη οικιστικών κτιρίων από τις υποχρεώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών κτιρίων ή των εξοχικών κατοικιών. Θα δοθεί στήριξη στους πολίτες ώστε να βελτιώσουν τις κατοικίες τους. Η οδηγία απαιτεί τη δημιουργία υπηρεσιών μίας στάσης για την παροχή συμβουλών σχετικά με την ανακαίνιση κτιρίων, ενώ διατάξεις σχετικά με τη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση θα καταστήσουν την ανακαίνιση πιο προσιτή από οικονομική άποψη και εφικτή.
Η οδηγία θα ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης, σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU, μειώνοντας τη χρήση εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων. Με την αναθεωρημένη οδηγία, οι «μηδενικές εκπομπές» θα καταστούν το πρότυπο για τα νέα κτίρια. Όλα τα νέα οικιστικά και μη οικιστικά κτίρια πρέπει να έχουν μηδενικές επιτόπιες εκπομπές από ορυκτά καύσιμα, από την 1η Ιανουαρίου 2028 για τα δημόσια κτίρια και από την 1η Ιανουαρίου 2030 για όλα τα άλλα νέα κτίρια, με δυνατότητα ειδικών εξαιρέσεων. Η ενισχυμένη οδηγία περιέχει νέες διατάξεις για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων για τη θέρμανση των κτιρίων και την ενίσχυση της ανάπτυξης εγκαταστάσεων ηλιακής ενέργειας, λαμβανομένων υπόψη των εθνικών συνθηκών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα νέα κτίρια είναι «έτοιμα για ηλιακή ενέργεια». Επιδοτήσεις για την εγκατάσταση αυτόνομων λεβήτων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα δεν θα επιτρέπονται από την 1η Ιανουαρίου 2025 και μετά. Η οδηγία θα ενισχύσει επίσης την υιοθέτηση της βιώσιμης κινητικότητας χάρη στις διατάξεις για την προκαλωδίωση, τα σημεία επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και τους χώρους στάθμευσης ποδηλάτων.
Ο καλύτερος σχεδιασμός των ανακαινίσεων και η τεχνική και χρηματοδοτική στήριξη θα είναι ζωτικής σημασίας για την ενεργοποίηση ενός κύματος ανακαινίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, κάτι που προβλέπεται στην αναθεωρημένη οδηγία. Για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας και τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας, τα μέτρα χρηματοδότησης θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για ανακαινίσεις και να λειτουργούν συνοδευτικά προς αυτές, αλλά και να στοχεύουν ιδίως ευάλωτους πελάτες και τα κτίρια με τις χειρότερες επιδόσεις, στα οποία ζει υψηλότερο ποσοστό ενεργειακά φτωχών νοικοκυριών.
Τα κτίρια ευθύνονται για περίπου το 40 % της κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ, περισσότερο από το ήμισυ της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην ΕΕ (κυρίως για θέρμανση, ψύξη και ζεστό νερό οικιακής χρήσης) και για το 35 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που σχετίζονται με την ενέργεια. Επί του παρόντος, περίπου το 35 % των κτιρίων της ΕΕ είναι ηλικίας άνω των 50 ετών και σχεδόν το 75 % του κτιριακού αποθέματος είναι ενεργειακά μη αποδοτικό. Ταυτόχρονα, το μέσο ετήσιο ποσοστό ενεργειακών ανακαινίσεων είναι μόλις 1 % περίπου.
Το 2020, η Επιτροπή παρουσίασε τη στρατηγική της Κύμα Ανακαινίσεων με στόχο να υπερδιπλασιαστεί το ποσοστό των ανακαινίσεων έως το 2030 και να διασφαλιστεί ότι οι ανακαινίσεις οδηγούν σε υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και τη χρήση περισσότερων ανανεώσιμων πηγές ενέργειας στα κτίρια. Η πρόταση της Επιτροπής για αναθεώρηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, του Δεκεμβρίου 2021, συμπληρώθηκε περαιτέρω από πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την ανάπτυξη ηλιακής ενέργειας σε κτίρια στο πλαίσιο του σχεδίου REPowerEU τον Μάιο του 2022. Οι συννομοθέτες κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία τον Δεκέμβριο του 2023.
Η οδηγία αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο των προσπαθειών της ΕΕ για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, τον διπλασιασμό του ρυθμού των βελτιώσεων της ενεργειακής απόδοσης και τον τριπλασιασμό της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, όπως συμφωνήθηκε με παγκόσμιους εταίρους στην COP28. Η σημερινή έκδοση βασίζεται στην ολοκλήρωση και την έναρξη ισχύος της νομοθεσίας «Fit for 55» και θα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030.