Η χώρα μας, παρά το μικρό της αποτύπωμα σε διοξείδιο του άνθρακα, μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην πράσινη μετάβαση, πέραν των φιλόδοξων ευρωπαϊκών στόχων για μείωση των εκπομπών κατά 55% μέχρι το 2030.
γράφει ο Ανδρέας Τσώκος
Με το παγκόσμιο εμπόριο να αναμένεται να αυξηθεί κατά 8% φέτος, αφού μειώθηκε κατά 5,3% το 2020, και την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα να πιέζεται, η COP26 ανέδειξε τις αδυναμίες και τις προκλήσεις του παγκόσμιου συστήματος που συνδέονται ευθέως με την Κλιματική Αλλαγή. H υφιστάμενη κρίση τιμών στο φυσικό αέριο είναι ένα καμπανάκι εγρήγορσης που πρέπει να επιταχύνει την απεξάρτηση της χώρας από τον άνθρακα και την χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης. Η ανάγκη για μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων συμβατή με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού δημιουργεί από μόνη της την ανάγκη αναζήτησης νέων λύσεων καθαρής ενέργειας. Η πράσινη μετάβαση είναι, ωστόσο, ένας μετασχηματισμός εντάσεως κεφαλαίου. Η χώρα μας, παρά το μικρό της αποτύπωμα σε διοξείδιο του άνθρακα, μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην πράσινη μετάβαση, πέραν των φιλόδοξων ευρωπαϊκών στόχων για μείωση των εκπομπών κατά 55% μέχρι το 2030.
Το φιλόδοξο σχέδιο της Κυβέρνησης να κινητοποιήσει σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό αναπτυξιακό πυλώνα και ταυτόχρονα μια πρόκληση για την αγορά και την κοινωνία, να κατανοήσουν την ανάγκη η μετάβαση αυτή να μην είναι μόνο γρήγορη, αλλά κυρίως να είναι δίκαιη. Η Ελλάδα χτίστηκε για δεκαετίες μέσα από το ρεύμα και τη θέρμανση που προσέφερε ο λιγνίτης. Ήδη υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για αυτό.
Πέραν όμως των κλασικών ΑΠΕ, όπως τα ηπειρωτικά αιολικά και ηλιακά πάρκα, η μετάβαση στην υπεράκτια αιολική ενέργεια ανοίγει ένα παράθυρο ώστε η χώρα μας να καταστεί κυρίαρχος ενεργειακός παίκτης στη Μεσόγειο με όρους καθαρής ενέργειας. Κι’ όμως δεν πρέπει να μείνουμε εκεί. Η μορφολογία του ελλαδικού χώρου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να επενδύσουμε στην υδροηλεκτρική ενέργεια, αλλά και να εξαντλήσουμε τις πιθανότητες επενδύσεων στη γεωθερμία, ένα τομέα που απασχολεί και τις δραστηριότητες της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) και στον οποίο ήδη τρέχουμε συγκεκριμένα project.
Και επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε το σημείο του χάρτη πάνω στο οποίο βρισκόμαστε, οφείλει η Ελλάδα να επενδύσει σε διακρατικές υποδομές διασύνδεσης ενέργειας. Η πρόσφατη συμφωνία με την Αίγυπτο για μια νέα ηλεκτρική διασύνδεση πρέπει να γίνει “πιλότος”, ώστε η πατρίδα μας να είναι κόμβος εξαγωγής ενέργειας αλλά και πύλη εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά για το πράσινο υδρογόνο που παράγεται στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Οι έξυπνες διαλειτουργικές υποδομές είναι από μόνες τους μια τεράστια πρόκληση που συνδέεται ευθέως με την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία. Ο ιδιωτικός τομέας έχει μια μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τα νέα κίνητρα για επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη, και πολύ σύντομα να απολαύσει υπεραξίες από την ανάπτυξη πράσινης τεχνολογίας και υποδομών σύνδεσης. Εάν καταφέρουμε τότε τα οφέλη της πράσινης μετάβασης είναι ικανά να χρηματοδοτήσουν τη συνολική μετάβαση της χώρας, σε μια νέα εποχή.
*άρθρο του Ανδρέα Τσώκου, Γενικού Διευθυντή της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο