«Έχουμε υιοθετήσει διάφορα μέτρα για να επιταχύνουμε την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να προχωρήσουμε στη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ – και αυτό θα έχει σίγουρα αντίκτυπο στις τιμές της ενέργειας μεσοπρόθεσμα εκτίμησε η επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον στον στην υπουργική διάσκεψη του διεθνούς οργανισμού ενέργειας.
Η επίτροπος Ενέργειας ανέφερε πως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βοήθησαν την Ε.Ε. να εξισορροπήσει την πολύ πιεσμένη αγορά φυσικού αερίου και βοήθησαν τους καταναλωτές να εξοικονομήσουν σχεδόν 100 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2021 και 2023. «Μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη θα αποκομίσει πραγματικά τα οφέλη της φθηνότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Δεύτερον, μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, πρέπει να προστατεύσουμε τους Ευρωπαίους για τους οποίους η μετάβαση είναι πιο δύσκολη»
Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής της η επίτροπος Ενέργειας ανέφερε πως η μετάβαση στην «καθαρή» ενέργεια παίζει ήδη τον ρόλο της στη διαμόρφωση των τιμών. «Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτίμησε ότι οι μέσες τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν 8% υψηλότερες σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές το 2022, όταν αντιμετωπίσαμε αυτό το υψηλό επίπεδο τιμών ενέργειας χωρίς την πρόσθετη εγκατεστημένη δυναμικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Στο ίδιο μήκος κύματος οι αρμόδιοι υπουργοί, που συμμετείχαν στη διήμερη διάσκεψη εστίασαν στην ανάγκη εκπλήρωσης των στόχων της «πράσινης» μετάβασης και επεσήμαναν τη χρηματοδοτική πρόκληση. Παράλληλα, υπογράμμισαν την ανάγκη διασφάλισης της τροφοδοσίας με πρώτες ύλες. Η υφυπουργός Ενέργειας κα Αλεξάνδρα Σδούκου εστίασε στην ανάπτυξη των διασυνοριακών διασυνδέσεων, που καθιστούν την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και στην ενίσχυση του ηλεκτρικού δικτύου που εξυπηρετεί την ακόμα ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι σε τέσσερα μόλις έτη η Ελλάδα διπλασίασε την εγκατεστημένη ισχύ σταθμών ΑΠΕ στην Ελλάδα (που υπερβαίνει πλέον τα 12 GW) με το μερίδιό τους στην παραγωγή ηλεκτρισμού να ανέρχεται σε 50%, ενώ στόχος για το 2030 είναι να φθάσει το 80%.