Μετάβαση σε target model ευρωπαϊκών προδιαγραφών επιδιώκει ο ενεργειακός κλάδος
Τρίτη, 21/11/2017 - 18:21
Αν και οι διαπραγματεύσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος - Ενέργειας με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν για το μέλλον των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα συνεχιστούν έως το τέλος Νοεμβρίου, η ένταξη στη λίστα του market test των μονάδων 3 και 4 της Μεγαλόπολης, της Μελίτης 1 και της άδειας για τη Μελίτη 2 στη Φλώρινα καθώς και των ορυχείων που τις τροφοδοτούν φαίνεται να έχει ήδη «κλειδώσει». Και ενώ όλες αυτές οι συζητήσεις είναι σε εξέλιξη, το καίριο ερώτημα που τίθεται, είναι εάν οι λιγνιτικές μονάδες μπορούν πράγματι να προσελκύσουν επενδυτικό ενδιαφέρον στο market test που όπως έχει ήδη γράψει το World Energy News, θα γίνει εντός του Δεκεμβρίου. Στην απάντηση αυτού του ερωτήματος, που όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς είναι εξαιρετικά κρίσιμο όχι μόνο για το μέλλον της ΔΕΗ αλλά και για την ενεργειακή επάρκεια και τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, καθοριστικό ρόλο παίζει το νέο μοντέλο αγοράς ηλεκτρισμού που θα διαμορφωθεί εν όψει της μετάβασης στο Target Model της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είναι ήδη γνωστό αυτή την περίοδο το ΥΠΕΝ καταρτίζει το νομοσχέδιο για το Χρηματιστήριο Ενέργειας, το οποίο έχει μάλλον καθυστερήσει να κατατεθεί στη Βουλή, ενώ η ΡΑΕ έχοντας εκπονήσει προσχέδια Κωδίκων, αναμένει την ολοκλήρωση του νομοθετήματος, ώστε να τα προσαρμόσει στις οριστικές προβλέψεις του νομοσχεδίου για τις τέσσερεις αγορές. Τέλος στις στρεβλώσεις ζητά ο ενεργειακός κλάδος Και ενώ όλα αυτά είναι σε εξέλιξη παράγοντες της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας ότι η νέα αγορά θα πρέπει να διαμορφωθεί με ορίζοντα εικοσαετίας και να απαλλαγεί από στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες του υφιστάμενου μοντέλου. Σημειώνουν μάλιστα ότι το σημερινό μοντέλο διαμορφώθηκε στην πορεία του χρόνου έχοντας ως δεδομένο ότι οι ιδιωτικές μονάδες παραγωγής ρεύματος έπρεπε να ανταγωνιστούν το μονοπώλιο της ΔΕΗ, κάτι που μετά το 2019 δεν θα ισχύει αφού η ΔΕΗ θα χάσει τόσο 40% της λιγνιτικής παραγωγής της, όσο και το 50% των πελατών της. Άρα θα απολέσει τη δεσπόζουσα θέση της και την όποια δυνατότητά της να χειραγωγεί την αγορά. Ως εκ τούτου στη νέα αγορά θα πρέπει να ακολουθηθούν οι κανόνες που ισχύουν πανευρωπαϊκά και να μην «εφευρεθούν νέες ελληνικές πατέντες» που εκτός των άλλων ενδέχεται να υπονομεύσουν την βιωσιμότητα των λιγιτικών μονάδων και ως εκ τούτου να περιορίσουν το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο αυτό κύκλοι της αγοράς, εκφράζουν σκεπτικισμό και ανησυχία για τη διαφαινόμενη πρόθεση της ΡΑΕ να θέσει περιορισμούς στον τρόπο που θα δίνουν προσφορές στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι ηλεκτροπαραγωγοί. Πρόκειται για περιορισμούς, που όπως υποστηρίζουν δεν ισχύουν σε άλλη χώρα της Ευρώπης και το μόνο αποτέλεσμα που θα έχουν θα είναι να ανεβάζουν τις τιμές, καθιστώντας μη ανταγωνιστική την εγχώρια αγορά. Τα δύο μέτρα, που κατά τις πληροφορίες προωθεί η ΡΑΕ, σχετίζονται με την επιβολή απαγόρευσης στην πώληση ηλεκτρικής ενέργειας κάτω από το ωριαίο μεταβλητό κόστος, καθώς και στην υποχρέωση των παικτών να δίνουν προσφορές ανά μονάδα ηλεκτροπαραγωγής και όχι για το σύνολο ή μέρος της παραγωγής τους. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι λιγνιτικές μονάδες είναι εργοστάσια που πρέπει να λειτουργούν σε 24ωρη βάση, καθώς λόγω της τεχνολογίας τους, δεν διαθέτουν την ευελιξία να «ανάβουν» και να «σβήνουν» όποτε το σύστημα το απαιτεί. Απώλεια ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος Ταυτόχρονα, το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα σήμερα, δηλαδή το χαμηλότερο κόστος καυσίμου σε σχέση με το φυσικό αέριο, εξαρτάται από τις τιμές του CO2 στο Χρηματιστήριο Ρύπων και η παραμικρή αύξηση της τιμής μπορεί να τις καταστήσει μη ανταγωνιστικές. Αν λοιπόν οι λιγνιτικές μονάδες, που είναι μονάδες βάσης, χάσουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις προσφορές ηλεκτρισμού στη χονδρική αγορά σε τιμές που να είναι συμφέρουσες, εκμεταλλευόμενες ταυτόχρονα την 24ωρη λειτουργία, τότε στερούνται ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ταυτόχρονα ωθούν όλη την αγορά σε υψηλότερα επίπεδα. Ανάλογα προβλήματα προκαλεί και η υποχρέωση της προσφοράς τιμής ανά μονάδα, καθώς δεν επιτρέπει στους παίκτες να εκμεταλλευτούν το σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής τους και να διαμορφώνουν τις τιμές, ανάλογα με το «καλάθι» της παραγωγής τους. Όταν μάλιστα προχωρήσει η σύζευξη μεταξύ των αγορών της Ελλάδας και της Ιταλίας ή της Βουλγαρίας, τότε η ελληνική αγορά, που θα λειτουργεί με αυτούς τους περιορισμούς, μπορεί να καταστεί αυτομάτως ακριβότερη και κατά συνέπεια οι μονάδες μη ανταγωνιστικές και ενδιαφέρουσες για τους όποιους υποψήφιους επενδυτές. Πηγή