Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα συνήθη πρακτική, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε φιλόδοξους στόχους και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τους «ψαλίδιζε». Αυτό συνέβη και πριν δυο χρόνια, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου 2020 αποδέχθηκε μεν τη συνολική πρόταση των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για το Ταμείο Ανάκαμψης, όχι όμως και την κατανομή μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων. Οι επιχορηγήσεις μειώθηκαν από 500 δισ. ευρώ σε 390 και τα δάνεια αυξήθηκαν στο – αχρείαστο όπως αποδεικνύεται – ύψος των 350 δισ. ευρώ αντί των 250 που είχε προτείνει η Επιτροπή.
Η πρακτική αυτή επιβάλλεται τώρα να αντιστραφεί. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 30ης-31ης Μαΐου οφείλει να τροποποιήσει γενναία «προς τα πάνω» την απογοητευτική και κατώτερη των περιστάσεων πρόταση που ανακοίνωσε χθες η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Κάτω από τον τίτλο «REPowerEU Plan» η Επιτροπή συγκεντρώνει μια σειρά μέτρων, όλα προφανώς χρήσιμα έως αναγκαία, από τα οποία όμως κανένα δεν δίνει άμεση λύση στα πιεστικά ενεργειακά και γενικότερα οικονομικά προβλήματα που σώρευσε στον ευρωπαίο καταναλωτή και στην ευρωπαϊκή επιχείρηση ο πόλεμος στην Ουκρανία, παραπέμποντας σε μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους χρονικούς ορίζοντες.
Έτσι, προτείνεται οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας από τις επιχειρήσεις και τα μέσα μεταφοράς, διαφοροποίηση των προμηθευτών και ενισχυμένη προσφυγή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με ιδιαίτερη αναφορά στην ηλιακή ενέργεια (με υποχρεωτική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στα νέα κτίρια), στις αντλίες θερμότητας και στην ευρωπαϊκή παραγωγή υδρογόνου, με την υλοποίηση σχεδόν όλων όμως να ολοκληρώνεται περί το 2030.
Στην πρόταση αναγνωρίζεται η χρησιμότητα/ανάγκη κοινής προμήθειας φυσικού αερίου, που αποτελεί κοινό αίτημα πολλών κρατών-μελών, αλλά η συγκεκριμενοποίηση του σχετικού μηχανισμού παραπέμπεται στο μέλλον. Καμιά νύξη βέβαια για το περίφημο πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, παρ’ όλο που ακόμη και ο πρόεδρος Μπάιντεν αναγνώρισε αυτή την ανάγκη που πρόσφατα του παρουσίασαν διαδοχικά ο Ιταλός και ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Η μεγάλη όμως απογοήτευση αφορά το μέρος της πρότασης που αφορά τους πόρους που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις που απαιτεί το «REPowerEU Plan», οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής, ανέρχονται σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2030, εκ των οποίων τα 215 δισ. μέχρι το 2027. Για να καλυφθεί το ποσόν αυτό η Επιτροπή, προσφεύγοντας στην «παλιά της τέχνη κόσκινο» του ξαναβαφτίσματος ήδη προβλεπόμενων πόρων, προτείνει να χρησιμοποιηθούν τα «αζήτητα» 225 δισ. ευρώ δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, μόνον όμως εφ’ όσον αυτά δεν ζητηθούν εντός 30 ημερών μετά τη σχετική τροποποίηση του κανονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης. Δεν λέει βέβαια τι θα γίνει αν οι σημερινοί δικαιούχοι των δανείων τα ζητήσουν μέσα σε αυτή την προθεσμία. Συνεχίζοντας, προτείνει εθελοντική μεταφορά 26,9 δισ. ευρώ από τα Διαρθρωτικά Ταμεία προς το Ταμείο Ανάκαμψης – και εκείθεν στο «REPowerEU Plan». Προτείνει ακόμη μεταφορά 7,5 δισ. ευρώ από την Κοινή Γεωργική Πολιτική και άλλα 3 δισ. ευρώ από τους διπλασιαζόμενους πόρους του Innovation Fund. Επιχειρώντας δε στο τέλος να χρυσώσει το πικρό χάπι, προτείνει και πρόσθετες επιχορηγήσεις 20 δισ. ευρώ που θα προέλθουν από τον νέο πόρο εμπορίας δικαιωμάτων αερίων ρύπων.
Όλα αυτά φαίνεται ότι συνιστούν, κατά την Επιτροπή, την «κοινή ευρωπαϊκή απάντηση» όχι μόνο στα προβλήματα αλλά στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την κοινή απάντηση που επιμόνως διεκδικούν από τον Μάρτιο τα περισσότερα κράτη-μέλη. Είναι όντως πολλά τα βήματα που έχουν γίνει τα δύο τελευταία χρόνια, ακόμη και το τελευταίο δραματικό δίμηνο, για «περισσότερη» Ευρώπη, οι πρωτόγνωρες όμως περιστάσεις απαιτούν ακόμη περισσότερα. Πολλοί ανέμεναν ότι η Επιτροπή θα προέβλεπε πρόσθετους πόρους πολύ ανώτερους από τα απογοητευτικά 20 δισ. και ότι η πρότασή της θα στόχευε, εκτός από την μεσοπρόθεσμη προοπτική, και στην άμεση ανακούφιση των πληττόμενων πολιτών και επιχειρήσεων.
Ο λόγος είναι τώρα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 30ης-31ης Μαΐου που θα πρέπει να «κοστολογήσει» χωρίς στενόμυαλες λογιστικές προσεγγίσεις την πολιτική βλάβη που θα υποστεί η ενωμένη Ευρώπη και το κάθε κράτος-μέλος χωριστά, αν δεν δώσει απάντηση που θα ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα. Οι πρώτες επιπτώσεις της απάντησης που θα επιλέξει – θετικές ή αρνητικές, ανάλογα με το περιεχόμενό της- θα φανούν πολύ σύντομα, στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Και έπεται συνέχεια.
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)