Το ευρωπαϊκό νόμισμα – ευρώ- κινείται προς την ισοτιμία 1 προς 1 με το αμερικανικό δολάριο την τελευταία περίοδο. Το πρωί της Τρίτης 12 Ιουλίου, το ευρώ υποχώρησε έως και 1.0004 δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2002. Ανέκαμψε ελαφρώς, στα 1,0052 δολάρια το ευρώ, νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Συνολικά το ευρώ έχει υποχωρήσει 12% έναντι του αμερικάνικου δολαρίου μέχρι στιγμής φέτος. Οι λόγοι αυτής της διολίσθησης θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως σε δύο παράγοντες: ο πρώτος θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφορά των επιτοκίων με τις ΗΠΑ. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη προχωρήσει σε άνοδο των επιτοκίων –τρεις συνεχείς φορές το 2022- με το εύρος τους να διαμορφώνεται στο 1,5-1,75%. Αντιθέτως η ΕΚΤ έχει αναγγείλει, δια στόματος Κ. Λαγκάρντ, αύξηση στη συνεδρίαση του Ιουλίου. Το γεγονός αυτό αυξάνει τις αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών εργαλείων εκφρασμένων στο αμερικανικό νόμισμα έναντι των αντιστοίχων σε ευρώ, με αποτέλεσμα την μετακίνηση κεφαλαίων στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού. Η αύξηση ζήτησης του αμερικανικού δολαρίου προκαλεί και αύξηση της τιμής του μειώνοντας έτσι τη συναλλαγματική του ισοτιμία με το ευρωπαϊκό νόμισμα.
Ο δεύτερο λόγος πρέπει να αναζητηθεί στις σχηματιζόμενες αρνητικές προσδοκίες – υπάρχει συμφωνία σχεδόν του συνόλου των αναλυτών σε αυτό το σημείο- για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας λόγω των σαφώς μεγαλύτερων επιπτώσεων που έχει ο διεξαγόμενος πόλεμος στην Ουκρανία. Η σημαντικότατη αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει πλήξει τις οικονομίες της Ευρώπης πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες και κυρίως αυτή των ΗΠΑ. Παράλληλα η έκδηλη αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αντιμετωπίσει την ενεργειακή πραγματικότητα, χωρίς ρητορείες και σχεδιασμούς που δεν μπορούν να εφαρμοστούν, συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των αρνητικών προσδοκιών. Ήδη η αποτυχία της ΕΕ στο σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής -απόλυτη προσήλωση στις ΑΠΕ – φαίνεται από το ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν έτσι αυξήσει τις εισαγωγές άνθρακα κατά περισσότερο από 30% προκειμένου να αναπληρώσουν τα αποθέματά τους. Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων και αναλύσεων Kpler, στο σημαντικότερο δίκτυο λιμένων και τερματικών σταθμών για τις εισαγωγές ενέργειας και εμπορευμάτων, το δίκτυο Αμβέρσας, Ρότερνταμ, Άμστερνταμ, οι εισαγωγές άνθρακα έφτασαν στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου τα 26,9 εκατ. τόνους σημειώνοντας αύξηση 35% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους.
Επίσης η ολική διακοπή της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι μια πραγματική πιθανότητα, που θα προκαλούσε ύφεση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη με τρία συνεχόμενα τρίμηνα οικονομικής συρρίκνωσης είναι το πιθανότερο σενάριο που υιοθετείται για το 2023.
Η επερχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), για πρώτη φορά από το 2011, θα την ευθυγραμμίσει με τις κεντρικές τράπεζες, των ΗΠΑ και της Αγγλίας, οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να αυξάνουν το κόστος δανεισμού για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα προφανώς είναι μια ενδυνάμωση του ευρώ. Βεβαίως θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε στην πράξη τ θα συμβεί.
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορετική κατάσταση και ένας βασικός περιορισμός που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ, καθώς η κεντρική τράπεζα πρέπει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο η αύξηση των επιτοκίων , εκτός των συνεπειών στη μεγέθυνση της οικονομίας και στη γενικότερη οικονομική δραστηριότητα, να ωθήσει τις αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας της Ευρωζώνης πολύ υψηλότερα, σε σχέση με τα ομόλογα της Γερμανίας και των υπολοίπων Βορείων χωρών της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τον περαιτέρω κατακερματισμό της αγοράς ομολόγων. Εξαιτίας αυτού, οι δυσκολίες της ΕΚΤ είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Η αναγγελία της ΕΚΤ ότι θα επιχειρήσει να διατηρήσει περιορισμένα τα περιθώρια ομολόγων, χρησιμοποιώντας ένα νέο εργαλείο κατά του «κατακερματισμού» της ευρωπαϊκής αγοράς είναι σημαντικό στοιχείο που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια ως απάντηση στον υψηλό πληθωρισμό. Όμως οι πιθανότητες να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιου είδους εργαλείο μάλλον είναι λίγες.
Τώρα, η διολίσθηση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου, θεωρητικά μιλώντας, θα αυξήσει τις τιμές των εισαγωμένων και πρωτίστως της τιμές των ενεργειακών προϊόντων που τιμολογούνται σε δολάρια. Συνεπώς θα αυξηθεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα των αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη και στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων πολιτών. Στην παρούσα φάση αυτό αποτελεί μια άκρως αρνητική επίδραση όταν η κύρια προσπάθεια της ΕΚΤ επικεντρώνεται στη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων. Γίνεται αντιληπτή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΕΚΤ : Καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται εάν αρχίσει να καταργεί σταδιακά τις επεκτατικές πολιτικές και αυξήσει τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, θα διακινδυνεύσει να προκαλέσει μια μαζική κρίση χρέους και σοβαρή ύφεση. Ωστόσο, εάν διατηρήσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική, θα διακινδυνεύσει διψήφιο πληθωρισμό – και βαθύ στασιμοπληθωρισμό, με τις ήδη εμφανιζόμενες νέες αναταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες
Από την άλλη πλευρά πιθανότατα αναμένεται κάποια αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Ο τομέας που πιθανότατα θα ευνοηθεί είναι ο τουρισμός, κάτι που ευνοεί και την χώρα μας. Όμως τα κέρδη πιθανότατα θα είναι μικρά αν ληφθεί υπόψη ο υψηλός ρυθμός πληθωρισμού που συνεχίζει να μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το iEidiseis)