Εκτός από την παράνομη παρακολούθηση με το σύστημα Predator, για την οποία τον ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης παρακολουθούνταν επισήμως και από την ΕΥΠ, για λόγους που δεν αποκαλύφθηκαν. Η δεύτερη αυτή υποκλοπή ήταν με άλλα λόγια «νόμιμη», αφού τη διέταξε η αρμόδια εισαγγελέας.
Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο που προέκυψε προχθές και οδήγησε στην παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ και του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου, ο οποίος ασκούσε τη σχετική εποπτεία. Διότι –όπως ειπώθηκε– ο πρωθυπουργός θεώρησε αθέμιτο να παρακολουθείται ένας πολιτικός αρχηγός χωρίς ο ίδιος να τηρηθεί ενήμερος.
Αν ισχύουν τα ανωτέρω, υπάρχει μείζον πολιτικό πρόβλημα. Διότι η εκδοχή αυτή θα ισοδυναμούσε με αποδοχή του ενδεχομένου να παρακολουθείται νόμιμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ως ύποπτος για προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή για διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος (άρθρο 19 του Συντάγματος). Και τούτο με απλή εισαγγελική διάταξη, χωρίς καμία πρόσθετη εγγύηση, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, απόφαση Δικαστικού Συμβουλίου ή διήθηση της σχετικής πρότασης από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, τη γνωστή ΑΔΑΕ. Αρκεί να το γνώριζε ο πρωθυπουργός και, προφανώς, να είχε δώσει το πράσινο φως. Μήπως θα πρέπει να θυμίσει κανείς στον κ. Μητσοτάκη ότι παρόμοιες ερμηνείες οδήγησαν σε παραίτηση τον πρόεδρο Νίξον το 1974, στο πλαίσιο του περίφημου σκανδάλου Watergate;
Η ανωτέρω είναι η πολιτική διάσταση της «υπόθεσης Ανδρουλάκη», την οποία ασφαλώς επιτείνει ο στενός συγγενικός δεσμός του κ. Γρ. Δημητριάδη με τον πρωθυπουργό. Θέλω να πιστεύω ότι η σχετική έρευνα –αλήθεια, γιατί καθυστερεί ο κ. Ντογιάκος;– θα αποκαλύψει την αλήθεια και θα αποδώσει τις σχετικές ευθύνες.
Υπάρχει όμως και η συνταγματική διάσταση της υπόθεσης, στην οποία δεν έχει δοθεί η προσοχή που θα έπρεπε. Δίχως άλλο, αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο των παράνομων υποκλοπών, το 1989, το οποίο –θυμίζω– παρ’ ολίγο να οδηγήσει στο Ειδικό Δικαστήριο τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγιναν σημαντικά βήματα, πρώτα με τον ν. 2225/1994 και στη συνέχεια με την ίδρυση της ΑΔΑΕ, με τον ν. 3115/2003, τη σύσταση της οποίας προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα. Η τεχνολογία, εντούτοις, εξελίχθηκε με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, ώστε οι εισαχθείσες εγγυήσεις να έχουν μείνει σήμερα δραματικά πίσω. Θα σταθώ σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Αν σκεφτεί κανείς ότι πάνω από το 80% των νόμιμων παρακολουθήσεων γίνονται σήμερα για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και ότι, σύμφωνα με τον νόμο, τις παρακολουθήσεις αυτές μπορεί να τις ζητήσει από τον αρμόδιο εισαγγελέα όχι μόνο η δικαστική αρχή (π.χ. ο ανακριτής σε μια υπόθεση κατασκοπείας), αλλά οποιαδήποτε «άλλη στρατιωτική ή αστυνομική ή δημόσια αρχή», θα αντιληφθεί το μέγεθος των καταχρήσεων που μπορεί να γίνουν. Γιατί, όσο έντιμος, φιλότιμος και ανεξάρτητος και αν είναι ο εισαγγελέας, διερωτάται κανείς με ποια στοιχεία θα αμφισβητήσει την πρόταση που του υποβάλλει η ΕΥΠ, ή κάποια άλλη αρχή που ισχυρίζεται ότι ο Χ ενημερώνει συστηματικά την Τουρκία για τις κινήσεις του στόλου μας; Με άλλα λόγια, με πλήρη σεβασμό της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, μήπως θα έπρεπε, ειδικά για τις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας, να προβλεφθεί ότι τα αιτήματα της ΕΥΠ και των άλλων αρμόδιων αρχών, προτού υποβληθούν στον αρμόδιο εισαγγελέα, υποβάλλονται στον έλεγχο της ΑΔΑΕ;
• Ο κατάλογος των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», για τη διακρίβωση των οποίων το άρθρο 19 του Συντάγματος επίσης επιτρέπει, όλως κατ’ εξαίρεση, τις παρακολουθήσεις, έχει τελευταία επεκταθεί υπέρμετρα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, με πρόσφατη τροπολογία, προστέθηκαν και περιπτώσεις για τις οποίες διεξάγει έρευνα η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μήπως ο κατάλογος αυτός θα πρέπει να περιοριστεί;
• Με άλλη τροπολογία της σημερινής κυβέρνησης –και παρά την έντονη διαμαρτυρία του προέδρου της ΑΔΑΕ– καταργήθηκε πέρυσι η υποχρέωση της εκ των υστέρων ενημέρωσης των θιγομένων από την αρμόδια αρχή, ώστε, σε περίπτωση αδικαιολόγητης υποκλοπής, να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση. Σημειωτέον ότι, για το ζήτημα αυτό, έχει από καιρό αποφανθεί και το Δικαστήριο του Στρασβούργου, κάτι που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις ευθύνες της κυβέρνησης.
• Τέλος και κυρίως, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν σε άλλες χώρες –έχω υπόψη μου τη Γαλλία–, η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει «πλαφόν», δηλαδή ανώτατο αριθμό επιτρεπόμενων παρακολουθήσεων, με αποτέλεσμα αυτές κατά τα τελευταία χρόνια να έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό κυριολεκτικά ανέλεγκτο.
Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι, εκτός από τις πολιτικές ευθύνες, που θα πρέπει το ταχύτερο να αποδοθούν, υπάρχουν στο πεδίο των ηλεκτρονικών υποκλοπών θεσμικά κενά, τα οποία μια κυβέρνηση που θέλει να σέβεται το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου οφείλει να αντιμετωπίσει το ταχύτερο δυνατό και με τη σοβαρότητα που επιβάλλεται. Μόνον έτσι θα πείσει ότι εννοεί όλα όσα λέει.
(Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή της Κυριακής)