Η Ιταλία από την Σύνοδο Κορυφής του Μάαστριχτ στα τέλη του 1991 μέχρι και την Άνοιξη του 1998 υπήρξε το πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Η κυβέρνηση Κολ ήταν αντίθετη προς την συμμετοχή της Ρώμης στην πρώτη ομάδα χωρών της ΟΝΕ με το επιχείρημα ότι χρειάζεται χρόνος ώστε η χώρα να συγκλίνει με τα κριτήρια του Μάαστριχτ αλλά και να προσαρμοσθεί στα πλαφόν χρέους και ελλείμματος του Σύμφωνου Σταθερότητας.
Η Γαλλία, που ήξερε ότι χωρίς την Ιταλία και τις άλλες χώρες του Νότου δεν θα είχε συμμάχους σε μια Ευρωζώνη του Βορρά, απείλησε ότι αν δεν ανάψει πράσινο φως για την Ρώμη θα ασκήσει Βέτο στην ένταξη των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που ήταν υψηλή προτεραιότητα της Γερμανίας.
Έτσι η Ιταλία κατοχύρωσε την θέση της στην ΟΝΕ και συμπαρέσυρε την Ισπανία και την Πορτογαλία και μετά από δύο χρόνια την Ελλάδα.
Από τότε μέχρι την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής το φθινόπωρο του 2008 και κυρίως την κρίση στην Ευρωζώνη την Άνοιξη του 2010 οι κυβερνήσεις της Ιταλίας κατόρθωναν να ισορροπούν ανάμεσα στην πίεση των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική ισορροπία και την πίεση μιας κοινωνίας που δεν ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει τα κεκτημένα της.
Παρά την επιλεκτική στοχοποίηση της Ελλάδας όλοι στην Ευρωζώνη ήξεραν πως η Ιταλία είναι η χώρα που αν χάσει την πρόσβαση στις Αγορές δεν μπορεί να διασωθεί.
Έτσι στα τέλη Οκτωβρίου του 2011 ο τότε πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι μετά από μια δημόσια προτροπή της Μέρκελ και του Σαρκοζί παραχώρησε την θέση του στον πρώην Επίτροπο Μόντι που συγκρότησε κυβέρνηση τεχνοκρατών.
Από τότε μέχρι και σήμερα η Κεντροαριστερά έχει χρεωθεί το υψηλό πολιτικό κόστος βίαιων μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών στο όνομα της διασφάλισης της θέσης της Ιταλίας στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς.
Την ίδια στιγμή η λαϊκιστική Δεξιά, η σκληρή Δεξιά και οι Νεοφασίστες εισπράττουν την κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια με την Κεντροαριστερά ,το Δημοκρατικό Κόμμα που είναι μετεξέλιξη του πάλαι ποτέ κραταιού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, να προβάλλει σαν η παράταξη που στηρίζει τεχνοκράτες Πρωθυπουργούς όπως ο Μόντι και ο Ντράγκι.
Τον Μάρτιο του 2021 η κυβέρνηση Κόντε στην οποία μετείχαν τα Πέντε Αστέρια και η ακροδεξιά Λέγκα έχασε την πλειοψηφία στην Βουλή και έδωσε την σκυτάλη στην σχεδόν οικουμενική κυβέρνηση Ντράγκι.
Μόνο κόμμα εκτός κυβέρνησης παρέμεινε το νεοφασιστικό κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας της Μελόνι που είχε το προνόμιο να μονοπωλεί τον ρόλο της αντιπολίτευσης.
Με ρητορικές αλλά και σύμβολα που παραπέμπουν στον Μουσολίνι και στο Partito Nazionale Fascista η Μελόνι μέσα σε λίγους μήνες έγινε το μεγαλύτερο κόμμα στο μπλοκ της Δεξιάς και πρόβαλλε ως Πρωθυπουργός σε αναμονή.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος)