Σε μια περίοδο που όλοι μας αναζητούμε πρακτικές λύσεις για τη μείωση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μας, μια από τις πιο συμφέρουσες επιλογές αποτελεί η συλλογική ιδιοκατανάλωση.
Η «ιδιοκατανάλωση» αφορά την κατανάλωση ενέργειας η οποία παράγεται με σκοπό την κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών και όχι με σκοπό την πώληση της. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της εφαρμογής του μοντέλου του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, μπορούμε να αποκτήσουμε ένα μερίδιο ενός συλλογικού φωτοβολταϊκού (Φ/Β) σταθμού και η ενέργεια που θα παράγει το μερίδιο μας να συμψηφίζεται με την κατανάλωση μας. Το αποτέλεσμα είναι η δραστική μείωση των λογαριασμών καθώς δίνεται η δυνατότητα να εκμηδενίσουμε το κόστος που αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, συνεχίζοντας να χρεωνόμαστε για τη χρήση του δικτύου, τις ΥΚΩ, τα δημοτικά τέλη και την ΕΡΤ.
Το μοντέλο είναι συλλογικό και λειτουργεί μέσω μιας ενεργειακής κοινότητας η οποία είναι ένας συνεταιρισμός μέσω του οποίου πολίτες επενδύουν σε έργα παραγωγής και διαχείρισης καθαρής ενέργειας. Οι συμμετέχοντες δεν είναι πελάτες αλλά συν-ιδιοκτήτες, ωφελούμενοι, έχουν δικαίωμα ψήφου και μπορούν να συν-αποφασίζουν δημοκρατικά για τα έργα και τις υπηρεσίες που θα αναπτύσσει και θα τους παρέχει η ενεργειακή τους κοινότητα.
Τα πλεονεκτήματα είναι πολλαπλά, μεταξύ των οποίων: Δεν απαιτείται τεχνογνωσία και περιορίζεται σημαντικά ο αθροιστικός χρόνος αδειοδότησης (αντί π.χ. τριάντα νοικοκυριά να αδειοδοτήσουν τριάντα μεμονωμένες Φ/Β εγκαταστάσεις, αδειοδοτούν μια μεγαλύτερη). Δεν χρειάζεται εγκατάσταση στη στέγη του νοικοκυριού ή της επιχείρησης. Σε περίπτωση μετακόμισης ή μετεγκατάστασης εντός της περιφέρειας, ο συμψηφισμός συνεχίζει με τον νέο μετρητή. Η τελική εκκαθάριση μεταξύ παραγόμενης και καταναλισκόμενης ενέργειας γίνεται κάθε τριετία, εντός της οποίας τα όποια πλεονάσματα ενέργειας μεταφέρονται μεταξύ των περιόδων των εκκαθαριστικών λογαριασμών. Επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας οι οποίες μάλιστα είναι ικανές να υπερκεράσουν και πιθανές επιδοτήσεις για εγκατάσταση μεμονωμένων Φ/Β συστημάτων.
Ένα παράδειγμα, για να γίνουν κατανοητά τα οικονομικά δεδομένα, αποτελεί η κατασκευή από μια ενεργειακή κοινότητα ενός Φ/Β σταθμού 100 KW έξω από την Αθήνα ο οποίος θα παράγει περίπου 150.000 kWh σε ετήσια βάση. Αν υποθέσουμε ότι ένα μέσο νοικοκυριό έχει ετήσια κατανάλωση 4.500 kWh θα χρειαστεί να αποκτήσει το 3% του συλλογικού αυτού έργου (3KW από τα 100KW) για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες. Το κόστος της επένδυσης είναι περίπου 3.000 ευρώ (αν υποθέσουμε ένα ενδεικτικό κόστος κατασκευής του Φ/Β σταθμού της τάξεως των 100.000 ευρώ) και η απόσβεση με τα σημερινά δεδομένα πραγματοποιείται σε περίπου δυόμιση με τέσσερα έτη. Σε ότι αφορά τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας, αυτά μοιράζονται αναλογικά και σε ετήσια βάση μεταξύ των μελών.
Ενεργειακές κοινότητες συλλογικής ιδιοκατανάλωσης συναντάμε εδώ και πολλά χρόνια στην υπόλοιπη Ευρώπη ενώ από το 2018, με την δημιουργία του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων, άρχισαν να αναπτύσσονται και στην Ελλάδα. Το μοντέλο αναδεικνύει και το γεγονός ότι, ακόμα και εν μέσω ενεργειακής κρίσης, συλλογικά εγχειρήματα δημιουργίας μη-εμπορικών έργων δίνουν στους πολίτες τη δυνατότητα να διατηρήσουν την άνεση στα σπίτια τους και τις επιχειρήσεις τους βιώσιμες.
Πως μπορεί όμως να ξεκινήσει κάποιος; Η πιο εύκολη επιλογή θα ήταν να αναζητήσει μια ενεργειακή κοινότητα που υλοποιεί έργα ιδιοκατανάλωσης στην Περιφέρεια του και να επικοινωνήσει για να διερευνήσει αν υπάρχει δυνατότητα συμμετοχής σε κάποιο υφιστάμενο έργο ή αν βρίσκεται υπό σχεδιασμό κάποιο νέο έργο.
Ο Δημήτρης Κιτσικόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Α.Π.Θ και ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης ΗΛΕΚΤΡΑ energy η οποία προωθεί από το 2016 τη μετάβαση σε ένα δημοκρατικό και δίκαιο ενεργειακό σύστημα.