Ο κοινωνικός διάλογος είναι το καλύτερο εργαλείο για την προσαρμογή της αγοράς εργασίας σε καλές και κακές περιόδους της οικονομίας. Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε στις Βρυξέλλες από την ΕΕ η πρόταση σύστασης του Συμβουλίου για τον εθνικό κοινωνικό διάλογο. Οι κοινωνικοί εταίροι σε όλα τα επίπεδα βρίσκονται στην καλύτερη θέση για να εκσυγχρονίσουν τις αγορές εργασίας και να τις καταστήσουν πιο ανθεκτικές για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας.
Το ΕΒΕΠ χαιρετίζει την ανακοίνωση για τον ευρωπαϊκό κοινωνικό διάλογο, που εγκαινιάζει μια νέα αρχή με πλήρη σεβασμό στην αυτονομία των θεσμοθετημένων κοινωνικών εταίρων. Ίσως μάλιστα αυτή η ανακοίνωση να έρχεται την κατάλληλη στιγμή, που χαρακτηρίζεται από ένα νέο προκλητικό γεωπολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σημαντικές είναι επίσης οι διάφορες δράσεις που προτείνει η Επιτροπή, όπως τη δημιουργία ενός ερευνητικού δικτύου για την ανάλυση και την προώθηση του κοινωνικού διαλόγου της ΕΕ ή τη διοργάνωση ενημερωτικής συνόδου σχετικά με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής. Οι διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της εργαλειοθήκης για τη βελτίωση της νομοθεσίας στις συμφωνίες των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, ενώ απαιτείται ανανέωση της υποστήριξης μέτρων ανάπτυξης ικανοτήτων, ιδίως στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Η μεγαλύτερη συμμετοχή των διακλαδικών κοινωνικών εταίρων, ιδίως των εκπροσώπων των ΜμΕ σε όλα τα επίπεδα στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και στην εφαρμογή των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας παραμένει προτεραιότητα.
Στη πρόταση σύστασης Συμβουλίου, η αρχή της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να συμβαδίζει με τον πλήρη σεβασμό της ποικιλομορφίας των συστημάτων εργασιακών σχέσεων και των διαφόρων επιπέδων κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα κράτη μέλη. Οι κοινωνικοί εταίροι, σε εθνικό, περιφερειακό ή τομεακό επίπεδο θα πρέπει να αποφασίσουν με αυτόνομο τρόπο να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις. Ένα καλό παράδειγμα κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας βρίσκουμε στον τουρισμό, που διατήρησε σε δύσκολες εποχές τις «είδος προς εξαφάνιση» κλαδικές συμβάσεις και έδειξε πως υπάρχει ένας κλάδος που έχει αυτορυθμιστεί με αμοιβές πολύ υψηλότερες του κατώτατου μισθού. Επιπλέον πιστεύω πως τα συμβούλια των τοπικών και περιφερειακών Επιμελητηρίων θα πρέπει να σκεφτούν και να αποφασίσουν, εάν η ΚΕΕΕ ως κεντρικό τριτοβάθμιο επιμελητηριακό όργανο θα συνεχίσει να δεσμεύεται σ´ένα ουδέτερο ρόλο, ή εάν θα επιλέξει να έχει ένα συμβουλευτικό ρόλο στον εθνικό κοινωνικό διάλογο, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφενός, στηρίζοντας τους κοινωνικούς εταίρους και αφετέρου διασφαλίζοντας ότι το αποτέλεσμά θα είναι σύμφωνο με τις δυνατότητες του συνόλου των εγχώριων επιχειρήσεων κάθε μεγέθους. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, η Ελλάδα δεν είναι η ακριβότερη χώρα της Ευρώπης, ανεξάρτητα από τις σημαντικές αυξήσεις τιμών με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι εγχώριοι καταναλωτές.
Αυτό όμως δεν αρκεί για να μπορούν οι Έλληνες μισθωτοί να αντεπεξέλθουν στην προσπάθειά να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Με μια απλή σύγκριση μπορεί κανείς να πει ότι σε άλλες χώρες οι καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν τα ίδια ακριβώς προϊόντα και υπηρεσίες, ωστόσο δαπανούν σημαντικά χαμηλότερο μέρος του εισοδήματός τους. Η σύγκριση που το κάνει κατανοητό είναι ότι ανάμεσα στα κύματα των ανατιμήσεων εκείνο που πλήττει περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η σχέση των τιμών με τους χαμηλούς μισθούς στην Ελλάδα. Αν κάποιος εξετάσει την αναλογία κόστους αγοράς των αγαθών με τα εισοδήματα θα δει ότι οι Ελληνες καλούνται να δαπανήσουν μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους σε σύγκριση ακόμα και με χώρες με αρκετά υψηλότερες τιμές.
Συγκεκριμένα ένας Έλληνας με μέσο εισόδημα 813 ευρώ για να αγοράσει απαραίτητα προϊόντα και υπηρεσίες καλείται να πληρώσει 397 ευρώ τον μήνα, δηλαδή το 49% του μηναίου εισοδήματος. Αντίστοιχα, ένας Κύπριος το 32%, ένας Πορτογάλος το 31% από τα 985 ευρώ και ένας Ιταλός το 27%. Ένας Ισπανός δαπανά για τις ίδιες αγορές το 21% από τα 1.688 ευρώ που είναι το μέσο εισόδημα του. Ο Γερμανός και ο Γάλλος το 19% από τα 2.277 ευρώ και 2.730 ευρώ αντίστοιχα και ένας Ρουμάνος το 36% από τα 717 ευρώ του μέσου μισθού του. Τα στοιχεία αυτά κάνουν ορατή τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά εξαιτίας του συνδυασμού υψηλών τιμών και χαμηλών εισοδημάτων. Απαιτείται λοιπόν εκ μέρους όλων των συνδικαλιστικών ηγεσιών, να επιδείξουν ωριμότητα σε μια εποχή προεκλογικής πλειοδοσίας και ακραίου λαϊκισμού, ώστε να μπορεί η επικείμενη μισθολογική αύξηση να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα για εργοδότες και εργαζομένους.
Άποψη προέδρου ΕΒΕΠ Βασίλη Κορκίδη