Την περασμένη εβδομάδα επισκεπτόμενος την Ουάσιγκτον είχα τη δυνατότητα να διαπιστώσω το σχετικά –με όσα υποθέτουμε– περιορισμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα ελληνοτουρκικά.
Η μεγάλη προτεραιότητα των Αμερικανών είναι η ανάσχεση της Κίνας και η ήττα της Ρωσίας στην Ουκρανία. Διέγνωσα επίσης έλλειμμα στρατηγικής για το πώς θα μπορούσε να εξομαλυνθεί συνολικά η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και μια απροθυμία εμπλοκής στη διευθέτηση των διαφορών που χωρίζουν τα κράτη της περιοχής. Ενδεχομένως αυτή να είναι περιστασιακή και να δούμε την Ουάσιγκτον να επανέρχεται μετά το πέρας των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία με συγκεκριμένη ατζέντα και πρόθεση αποκατάστασης της τάξης σε μια περιοχή, της οποίας εσχάτως η σημασία έχει αναβαθμιστεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της συνακόλουθης ανάγκης να εξασφαλιστούν εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας έναντι της Ρωσίας.
Οσον αφορά την Τουρκία, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και σε κάποιους ακαδημαϊκούς κύκλους η κυρίαρχη άποψη είναι πως τα πράγματα δεν βρίσκονται εκτός ελέγχου και ότι παρά τις διαφωνίες το τουρκικό βαγόνι δεν θα εκτροχιαστεί από τη δυτική πορεία του. Δεν φάνηκε πάντως ο αμερικανικός παράγοντας να εκτιμά πως τυχόν νίκη της αντιπολίτευσης θα αποτελέσει απαραίτητα βάλσαμο για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και εξακολουθεί να υπολογίζει πολύ τον Ερντογάν. Η αίσθηση ότι θέλει να τον ξεφορτωθεί, θεωρώντας τον βαρίδι, μπορεί να απηχεί μύχιες σκέψεις συγκεκριμένων παραγόντων, εντούτοις για προφανείς λόγους δεν εκφράζεται ούτε κατ’ ιδίαν, αλλά δεν είμαι και βέβαιος ότι η ήττα Ερντογάν αποτελεί αναγκαστικά διακαή πόθο. Ενδεχομένως γιατί οι Αμερικανοί ανησυχούν για ανώμαλη μετάβαση ή αστάθεια λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της εδραίωσης του καθεστώτος Ερντογάν σε όλες τις θεσμικές και παραθεσμικές δομές του κράτους, που θα δυσκολέψει τη ζωή του διαδόχου του. Ισως στις ΗΠΑ να πιστεύουν ότι έχουν ισχυρά χαρτιά απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο, είτε με την εκκρεμή δικαστικά υπόθεση της Halkbank, που αν κακοφορμίσει μπορεί να επιφέρει τεράστια πρόστιμα, βάζοντας ακόμη πιο δύσκολα στην τουρκική οικονομία, ή με την αναγκαστική προσφυγή στην Ουάσιγκτον για χρηματοδοτική βοήθεια στη σκιά του καταστροφικού σεισμού.
Εχει πάντως ενδιαφέρον ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού επιλέγουν να υποβαθμίζουν την κλίση της Τουρκίας προς την Ανατολή, τη στρατηγική κατανόηση που έχει αναπτύξει με τη Ρωσία και τη συνεννόηση που έχει πετύχει με το Ιράν, την οποία προσπαθεί να επεκτείνει και με τον Ασαντ στη Συρία. Προτιμούν να εστιάζουν στα θετικά, επί παραδείγματι στην παροχή πληροφοριών από πλευράς Αγκυρας από μέτωπα στα οποία εμπλέκεται ενεργά, όπως αυτό της Λιβύης, του Καυκάσου αλλά και της Αφρικής, στον ρόλο της πρώτης στη μεγάλη εικόνα, όπως αυτή καθορίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και δεν βιάζονται να προσαρμοστεί στις επιταγές τους, ειδικότερα στο ζήτημα της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Ακόμη κι αν γίνεται για λόγους τακτικής, συγκρατούμε πως αυτό που αρχικά απέρριπταν, δηλαδή την αποσύνδεση της υποψηφιότητας της Φινλανδίας από της Σουηδίας, σήμερα το αφήνουν ανοιχτό ως ενδεχόμενο.
Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στο Κογκρέσο, όπου διακομματικά η άποψη είναι ότι η φυσιογνωμία της Τουρκίας έχει δραστικά διαφοροποιηθεί, ότι το φαινόμενο αυτό δεν είναι προσωρινό και πως επακόλουθα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο κανόνων που θα συρρικνώνει τα περιθώρια ελιγμών σε μια χώρα που έχει το ένα πόδι μέσα στο ΝΑΤΟ (δυστροπώντας ολοένα και συχνότερα), αλλά το βλέμμα της στραμμένο στις διεθνείς μεταβολές, με εμφανή τη διάθεση αναθεώρησης όχι μόνο του περιφερειακού αλλά και του παγκόσμιου status quo. Ως προς το τελευταίο, η επωδός της Αγκυρας είναι πως η λειτουργία του διεθνούς συστήματος πρέπει να γίνει δικαιότερη και αναλογικότερη των νέων συσχετισμών, κατατάσσοντάς τη στις αναδυόμενες δυνάμεις που διεκδικούν μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας στη διεθνή ανακατανομή ισχύος. Και είναι λογικό το σενάριο πως μέχρι να κατασταλάξει για τη θέση της στον κόσμο και να παγιωθεί η νέα κατάσταση στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο γίγνεσθαι θα διεκδικεί χώρο και ανοχή από τη Δύση με τις ελάχιστες δεσμεύσεις απέναντί της, κάτι που δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τη γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον, αλλά ενοχλεί έντονα τη νομοθετική εξουσία.
Ως προς την επίλυση τουλάχιστον ορισμένων εκ των εκκρεμοτήτων που κρατούν την Ανατολική Μεσόγειο όμηρο και δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού, που στον πυρήνα του έχει τα ζητήματα ενέργειας, οι Αμερικανοί αφήνουν χώρο στη Γερμανία για να αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες, αναγνωρίζοντας τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις στο παρελθόν, όπως στους δύσκολους μήνες το 2020 με τις σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις». Επίσης, χωρίς να θεωρούν την Τουρκία άμοιρη ευθυνών, ενθαρρύνουν τα υπόλοιπα κράτη να βρουν τρόπους επανένταξής της στα περιφερειακά δρώμενα. Δεν αρνούνται ότι πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ όλων των κρατών ένα πλαίσιο συγκεκριμένων προϋποθέσεων, ωστόσο δείχνουν ελαστικοί στους όρους που θα προταχθούν, προκρίνοντας τη συνεννόηση. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγουμε δυσάρεστες εκπλήξεις, πρέπει άμεσα να διαμορφώσουμε και να καταθέσουμε το δικό μας λεπτομερές πλάνο για την ευρύτερη γειτονιά μας, επί του οποίου εν συνεχεία θα διαβουλευθούμε με τους εταίρους μας εντός και εκτός περιοχής. Ετσι θα προκαταλάβουμε και θα συνκαθορίσουμε την ατζέντα απέναντι (και) σε μια ζαλισμένη υπερδύναμη που περισσότερο αναζητεί απαντήσεις παρά προσφέρει λύσεις.
(Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1-Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)