Η παρουσίαση της φετινής Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίο ανέδειξε τις ιδιαιτερότητες που έχουν κληροδοτήσει οι «επάλληλες» κρίσεις στην ελληνική οικονομία αλλά και στον κλάδο του εμπορίου. Η ελληνική οικονομία, εν μέσω των γεωπολιτικών αναταράξεων που προκαλεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, εμφανίζει αυξημένη ανθεκτικότητα γεγονός που τεκμηριώνεται από μια σειρά ευνοϊκών δεδομένων. Ειδικότερα, η σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους ενέργειας και του πληθωρισμού, χωρίς βέβαια να γυρνάμε στο 2019, η σταθερή αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας, οι ευνοϊκοί δείκτες συγκυρίας και η εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συνιστούν αισιόδοξους οιωνούς για την ελληνική οικονομία. Μάλιστα, η ανθεκτικότητα της οικονομίας αποτυπώνεται και στις γενικότερες επιδόσεις του κλάδου εμπορίου. Ο κύκλος εργασιών στον κλάδο του εμπορίου αναμένεται να ξεπεράσει τα 167 δισ. ευρώ για το 2022 καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 20.1% σε σχέση με το 2021. Επίσης, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο αυξάνεται κατά 12.3% σε σχέση με το 2021 τεκμηριώνοντας την ανάκτηση των μεγεθών στον κλάδο εμπορίου μετά το εξαιρετικά δύσκολο έτος της κορύφωσης της πανδημίας του COVID-19.
Όμως, για να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση, θα πρέπει να γίνουν δυο βασικές επισημάνσεις αναφορικά με την ανάκτηση των μεγεθών του εμπορίου. Πρώτον, η μεγέθυνση οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στον πληθωρισμό, ο οποίος προσέγγισε το 9.6% στα τέλη του 2022 και δεύτερον, η όποια μεγέθυνση (πραγματική ή ονομαστική) δεν κατανέμεται ομοιόμορφα μεταξύ των εμπορικών επιχειρήσεων αλλά μάλλον ευνοεί τις μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις. Οι κεφαλαιουχικές εμπορικές επιχειρήσεις καταγράφουν σημαντική μεγέθυνση ήδη από το 2021 το οποίο, όπως έδειξαν και τα ευρήματα της Ετήσιας Έκθεσης, ήταν για τις ΑΕ και ΕΠΕ ένα έτος αυξημένων πωλήσεων, αυξημένης κερδοφορίας και βελτιωμένης ρευστότητας. Σίγουρα, μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών, ένας μεγάλος αριθμός εμπορικών κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων καταγράφει αυξημένες πωλήσεις και αυξημένα κέρδη ανά απασχολούμενο. Όμως η εικόνα αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική για τη μεγάλη πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι κατά κανόνα ατομικές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Για τις επιχειρήσεις αυτές, όπως δείχνει και η πρωτογενής έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας απότομης και ενδεχόμενα σκληρής διολίσθησης. Πιο συγκεκριμένα, περισσότερες από τις μισές από αυτές τις επιχειρήσεις καταγράφουν μείωση στις πωλήσεις τους για το 2022 σε σχέση με το 2021. Επιπρόσθετα, ένας μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, σε σχέση με το 2021, καταγράφει αυξημένες ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία και τους προμηθευτές του, τεκμηριώνοντας την ευθραυστότητα του ιδιωτικού χρέους, όπως αυτή επιδεινώθηκε από το 2020 λόγω της πανδημίας. Ένας τελευταίος παράγοντας δυνητικής διολίσθησης είναι το αυξημένο λειτουργικό κόστος. Το «αποτύπωμα» της ενεργειακής κρίσης είναι ιδιαίτερα έντονο στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πάγια δαπάνη των επιχειρήσεων αυξάνεται κατά 21% μεταξύ του 2021-2022 στοιχείο που σηματοδοτεί την δυσκολία διαχείρισης των καθημερινών εξόδων. Αναμφίβολα, η δυσκολία αυτή απομακρύνει τις μικρότερες επιχειρήσεις από το να σκεφτούν και να προετοιμάσουν τον «δίδυμο» – πράσινο και ψηφιακό – μετασχηματισμό τους.
Επίσης, μια βασική διάσταση που αποτυπώνεται μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων εμπορικών επιχειρήσεων είναι αυτή της χρηματοδότησης. Παρότι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων βελτιώνεται τα τελευταία έτη, και υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι από τα διαθέσιμα προγράμματα του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αυτή δεν φαίνεται να κατευθύνεται στις εμπορικές ΜμΕ. Οι βασικές πηγές χρηματοδότησης των μικρότερων εμπορικών επιχειρήσεων (εντός του 2022) παραμένουν τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης και τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη. Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο «τζίρος» της επιχείρησης αποτελεί το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης των αναγκών της δυσχεραίνοντας τις επενδύσεις των εμπορικών ΜμΕ τόσο στον πάγιο εξοπλισμό, όσο και στις δεξιότητες των εργαζομένων.
Τα ευρήματα της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου, αλλά και η συζήτηση που αναπτύχθηκε με τους εξαιρετικούς ομιλητές στο περιθώριο της παρουσίασης, αναδεικνύουν τη σημασία μιας οικονομικής πολιτικής η οποία θα διαμορφώσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για το σύνολο των επιχειρήσεων του εμπορίου διαμορφώνοντας έναν ασφαλή δρόμο διαφυγής από τον «φαύλο κύκλο» που έχουν δημιουργήσει οι «επάλληλες κρίσεις» την τελευταία δεκαπενταετία.