Η 15ετής κρίση του 2008, συνεχίζεται εν μέσω πολέμου, γεωπολιτικής μετάβασης, κλιματικής, ενεργειακής και νέας τραπεζικής κρίσης, με προοπτικές οικονομικής στασιμότητας για τα επόμενα χρόνια (1). Ταυτόχρονα όμως συνεχίζονται οι κοινωνικοί αγώνες, με ευρωπαϊκό επίκεντρο την Γαλλία.
Η προεδρία Μακρόν φιλοδοξούσε να αναβαθμίσει το σχέδιο της γαλλικής ελίτ: επέκταση της επιρροής του γαλλικού μοντέλου στο διεθνές γίγνεσθαι, επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων στο εσωτερικό και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Ο Μακρόν, από το 2017, είχε την πολιτική ηγεμονία και τον πολιτικό χρόνο να πάρει πρωτοβουλίες. Στην εξωτερική πολιτική κάτι τέτοιο έγινε εμφανές, όχι όμως και στο εσωτερικό μέτωπο. Ήρθε υποσχόμενος να ανασυνθέσει την ευρύτερη κεντροαριστερά, αλλά τελικά προσέλκυσε (κεντρο)δεξιά ακροατήρια.
Το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας περνάει σοβαρή κρίση νομιμοποίησης. Το συστημικό μπλοκ (Μακρόν και ντεγκολική δεξιά) δεν ξεπερνά το 50% στην κοινωνία, η ακροδεξιά της Λεπέν απειλεί την δημοκρατία και το μόνο αντίβαρο είναι η Αριστερά της NUPES. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και στη Γαλλία δείχνει ότι η σύγκρουση θα γίνει μεταξύ συνασπισμών Αριστεράς και Δεξιάς. Οι έννοιες κεντροαριστερά και κεντροδεξιά έχουν χάσει το νόημα τους.
Το συνταξιοδοτικό και οι «δρόμοι της οργής»
Σε μια κρίσιμη και ασταθή συγκυρία, ο Μακρόν επαναλαμβάνει αντικοινωνικές πολιτικές από το παρελθόν. Το 2019 προσπάθησε να προωθήσει ένα σύστημα άνισης καθολικής σύνταξης και να απλοποιήσει το υπάρχον σύστημα, αλλά η πανδημία ακύρωσε το σχεδιασμό. Κατά τον Πικετί (2), η σημερινή συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είναι μια μεταρρύθμιση των δημόσιων οικονομικών που στοχεύει στη συγκέντρωση χρημάτων, χωρίς κανένα στόχο καθολικότητας, απλοποίησης, προοδευτικότητας και δικαιοσύνης. Η αύξηση της ηλικίας (64 έτη) και των εισφορών θα αποφέρει 17,7 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2030, δεν παρουσιάζεται, όμως, καμία ανάλυση ανά εισοδηματικό επίπεδο ή ανά κοινωνική τάξη ή επάγγελμα, για να μην φανεί το προφανές: ότι οι πλουσιότεροι καλούνται να συνεισφέρουν πολύ λιγότερα από τα μεσαία και τα φτωχότερα στρώματα. Οι τελευταίοι θα χρειαστεί να έχουν 44 έτη εισφορών για πλήρη σύνταξη (και μερικές φορές 45 και άνω), παρόλο που είναι αυτοί που έχουν το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής και χρηματοδοτούν τη συνταξιοδότηση των ανώτερων στελεχών.
Η μεταρρύθμιση εξοργίζει τους μισθωτούς και αφήνει αδιάφορους τους επιχειρηματίες, σε μια περίοδο υψηλού κόστους παραγωγής και κλαδικών μισθολογικών διαπραγματεύσεων.
Ταυτόχρονα, είναι αντιδραστική μεταρρύθμιση εργασίας, επεκτείνοντας τον ενεργό πληθυσμό και καθυστερώντας την ηλικία συνταξιοδότησης για το μέρος του εργατικού δυναμικού που είναι κοντά στη συνταξιοδότηση. Μια μεταρρύθμιση που τροφοδοτεί την άνοδο των ανισοτήτων.
Η κυβέρνηση υπερασπίζεται τη μεταρρύθμιση με επιχείρημα την αύξηση του μέσου προσδόκιμου ζωής (ενώ τώρα μειώνεται) ή τον αριθμό των ενεργών εργαζομένων σε σχέση με τον αριθμό των συνταξιούχων. Όμως, δεν προσμετρά καθοριστικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητα ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως το επίπεδο μισθών και την παραγωγικότητα.
Επομένως, το πρόβλημα είναι η συνέχιση της πορείας ενός μοντέλου ανάπτυξης χωρίς δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας, που μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί προβληματικό για το γαλλικό welfarestate και τις ιστορικές ιδιομορφίες του.
Το συνταξιοδοτικό έλλειμμα στη Γαλλία είναι μικρό σε σύγκριση με το κόστος των πανδημικών μέτρων (165 δις) και του ενεργειακού σοκ (περίπου 100 δις), καθώς και με τις δεσμεύσεις του Προέδρου Μακρόν να επενδύσει περισσότερα στην πυρηνική ενέργεια (50 δις.) και την άμυνα (100 δισ. ευρώ έως το 2030).
Όλες οι γαλλικές κυβερνήσεις, από το 2008 και μετά, έβαλαν χέρι στο συνταξιοδοτικό σύστημα, σε μια περίοδο αποβιομηχάνισης της χώρας. Και βρήκαν μπροστά τους τα αντίστοιχα κινήματα: κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2010 (αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από 60 σε 62), κίνημα κατά του Loi Travail το 2016, κίνημα των Gilets Jaunes το 2018-2019, κίνημα κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2019, μέχρι το σημερινό κίνημα.
Όμως, αυτό το κίνημα έχει περάσει σε βαθύτερα αντανακλαστικά. Η συνεχής εφαρμογή του 49.3, που επιτρέπει την υιοθέτηση νομοσχεδίων χωρίς ψήφιση από το κοινοβούλιο, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή κλιμάκωση της καταστολής, έχει καταρρακώσει την γαλλική δημοκρατία και την οδηγεί σε αυταρχικές ατραπούς. Εμφανής είναι ο κίνδυνος να κεφαλαιοποιήσει μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας και της οργής η Rassemblement National (RN) της Λεπέν, ειδικά αν αυτό το κίνημα ηττηθεί.
Εξωτερική πολιτική α λα γαλλικά
Ο στόχος του Ντε Γκωλ ήταν να βρεθεί η Γαλλία στο επίκεντρο της τότε διεθνούς πολιτικής και σε ισότιμη θέση με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία. Η πολιτική του κληρονομιά έκτοτε εδραιώθηκε και το Παρίσι ακολουθεί συχνά έναν "τρίτο δρόμο" που επιτρέπει περιθώρια ελιγμών μέσω της δύναμης της επιρροής (puissance d'influence). Ο πολυπολικός κόσμος είναι στο επίκεντρο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής και η γαλλική softpower εξάγει Διαφωτισμό, Δημοκρατία, γαλλικό κοινωνικό μοντέλο, ανεξάρτητη πολιτική, ταυτότητα, μεγαλείο, γαλλοφωνία (Francophonie) και πολιτισμό.
Η Γαλλία είναι η μοναδική πυρηνική δύναμη της ΕΕ και η μόνη που συμμετέχει μόνιμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Προφανώς, η πιο σημαντική διάσταση της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ευρωπαϊκή. Η οικοδόμηση της Ευρώπης ήταν το κατάλληλο μέσο για να αντισταθμίσει τις προηγούμενες ήττες, τις χρεοκοπίες και τη συρρίκνωση της σε μεσαία δύναμη: για τη Γαλλία, η Ευρώπη ήταν, είναι και θα είναι ο πολλαπλασιαστής της ισχύος της. Γι’ αυτό και ο Μακρόν διεκδικεί να είναι ο ηγέτης της ΕΕ στο εξωτερικό και βασικός διαπραγματευτής της ειρήνης στην Ουκρανία.
Μετά το αμερικανικό «άδειασμα» των Γάλλων από τη συμφωνία για την ασφάλεια στον Ειρηνικό (AUKUS) και η προνομιακή σχέση με την Αφρική, ειδικά με την Δυτική, τη λεγόμενη “Françafrique”, φαίνεται ότι ανήκει στο παρελθόν. Ο Μακρόν στο πρόσφατο ταξίδι του προσπάθησε να σώσει ό,τι σώζεται από την επιρροή Ρώσων, Κινέζων, Τούρκων και Ινδών. Όμως ήδη το Μάλι, η Γουινέα, η Κεντρική Αφρική και η Μπουρκίνα Φάσο (πατρίδα του θρυλικού Τομά Σανκαρά) διέκοψαν τη στρατιωτική συνεργασία τους με το Παρίσι. Στο Σαχέλ, μόνο το Τσαντ είναι πιστό στη Γαλλία και στην ευρύτερη περιοχή η Σενεγάλη και η Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ ο Μακρόν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για Νιγηρία και Κογκό, τα κράτη του «μαύρου χρυσού» της περιοχής.
Στο ευρωπαϊκό πεδίο, ενώ ο γαλλογερμανικός άξονας ακόμα κρατεί, σε χαμηλό επίπεδο βρίσκονται ακόμα οι σχέσεις Γαλλίας-Ηνωμένου Βασιλείου (λόγω Brexit, Aukus), ενώ έχουν χειροτερεύσει κατά πολύ οι σχέσεις Μακρόν και Μελόνι, βασικός λόγος που δεν υλοποιείται και η πρόσφατη γαλλοϊταλική συμφωνία .
Οικονομία στο κόκκινο
Στις αρχές του 2022, οι μακροοικονομικές προβλέψεις οδήγησαν τον Μακρόν να ανακοινώσει μέτρα με στόχο την προστασία των οικογενειών και των επιχειρήσεων λόγω της ουκρανικής κρίσης. Τα περισσότερα, όμως, ήταν περιορισμένης χρονικής περιόδου και χαμηλού κόστους.
Οι μακροοικονομικοί δείκτες της Γαλλίας «δεν ευημερούν»: η ανάπτυξη έμεινε χαμηλά το 2022 (+2,6%), αλλά το 2023 θα είναι πολύ χειρότερη (0,6%) και ήδη είναι αρνητική το α’ τρίμηνο (-0,1%). Με εναρμονισμένο πληθωρισμό στο 6,6% (Μάρτιος ’23) και 5,2% ετήσιο, με αυξητικές τάσεις στην ανεργία (7,2% για το 2022, 7,4% για το 2023), με αύξηση του Δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ (113% για το 2022, 114,2% για το 2023) και υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα (5,3%) , με εξαγωγές 638 δις και εισαγωγές 758 δις, περιγράφεται μια οικονομία σε αδυναμία διατήρησης της θέσης της στον διεθνές επίπεδο.
Είναι η εσωτερική αγορά που έχει «συγκρατήσει» την οικονομία, αλλά με τίμημα τη στασιμότητα των εξαγωγών, παρά τη γαλλική σφαίρα επιρροής και το δίκτυο διμερών σχέσεων που παραδοσιακά έχει σε Μέση Ανατολή, Ινδία, Ρωσία κτλ. Η σπουδαιότητα της γαλλικής εσωτερικής αγοράς αφορά μηχανισμούς τεράστιας αναδιανομής φόρων που στοχεύουν στην άμεση ή έμμεση επιδότησή και στήριξη των γαλλικών επιχειρήσεων εντός η εκτός χώρας. Όμως, ο στρατηγικός στόχος επενδύσεων σε τεχνολογίες της πληροφορίας (ιδιαίτερα λογισμικού), δεν πέτυχε τόσο ώστε να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα. Επιπλέον, ο πληθωρισμός, αισθητός από το φθινόπωρο του 2021 , μειώνεται με αργούς ρυθμούς και βρίσκει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμέτωπες με νέα αύξηση του κόστους παραγωγής.
Οι βιομηχανικοί κλάδοι των εξαγωγών είναι: χημικός, φαρμακευτικός, αγροδιατροφικός και οι κατασκευές μεταφορικών μέσων (κυρίως αεροναυπηγική). Η γερμανική αγορά είναι ο πρώτος προορισμός για τις γαλλικές εξαγωγές. Ακολουθούν οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Κίνα. Να τονισθεί ότι η Γαλλία έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο με μόνο τρεις από τις κύριες χώρες αποδέκτες των εξαγωγών της: ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ελβετία.
Όμως το κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα του Μακρόν βρίσκεται και σε άλλους τομείς. Η εξέλιξη των πόρων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δείχνει ότι ο προϋπολογισμός ανά φοιτητή έχει μειωθεί κατά 15% στη Γαλλία την τελευταία δεκαετία, ενώ η επένδυση στην παιδεία είναι προϋπόθεση ευημερίας. Η οικοδόμηση του γαλλικού welfarestate κατά τον 20o αιώνα πραγματοποιήθηκε χάρη σε ένα ισχυρό κύμα δημόσιων επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην υγεία και στις υποδομές που επέφερε την μεγαλύτερη ισότητα και ευημερία από ποτέ στην ιστορία.
Αποδυναμώνοντας το κοινωνικό κράτος αντί να το επεκτείνει, η κυβέρνηση αποδυναμώνει τη χώρα και τη θέση της στον κόσμο. Η Γαλλία βρίσκεται μόλις στην 15η θέση στην Ευρώπη από πλευράς δεικτών κοινωνικής προόδου (2022 Social Progress Index Rankings)
Τελικά, η γαλλική κρίση είναι η έκφραση μιας συστημικής κρίσης των πυλώνων που στήριξαν τη χώρα από την εποχή του Ντε Γκωλ. Αυτή η συνολική κρίση εκδηλώνεται με αποβιομηχάνιση, δραστική μείωση της κοινωνικής ευημερίας, υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, ασυνέπεια στην ενεργειακή πολιτική και πλήρη υποταγή στις νατοϊκές θέσεις.
Ανεξάρτητα της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, ο βασιλιάς είναι γυμνός και ονομάζεται γαλλικός καπιταλισμός.
(1) Οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια δείχνουν υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη, ενώ η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας εκτιμά ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης στον κόσμο θα πέσει σε χαμηλό τριών δεκαετιών έως το 2030. Μεταξύ 2022 – 2030, η μέση παγκόσμια δυνητική αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 2,2% ετησίως. Για ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι πολύ κάτω του 2%, μόλις 1,2% ετησίως.
Global Economy’s “Speed Limit” Set to Fall to Three-Decade Low (worldbank.org)
(2) https://www.lemonde.fr/blog/piketty/2023/02/14/emerging-from-the-pension-
(Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος)