Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναζωπυρώθηκε, λόγω της φημολογίας που είχε αναπτυχθεί σχετικά με την αξιολόγηση της S&P την 21η Απριλίου 2023. O αμερικανικός οίκος διατήρησε στο ΒΒ+ την αξιολόγηση της Ελλάδας, μια βαθμίδα κάτω από το επίπεδο του investment grade, ωστόσο έβαλε τη χώρα στον προθάλαμο της αναβάθμισης σε κάποια από τις επόμενες εκθέσεις (ενδεχομένως το προσεχές φθινόπωρο) καθώς εκτιμά πλέον ως θετικές τις προοπτικές της οικονομίας.
Προτού καταπιαστούμε με το θέμα για το εάν η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας είναι επιμέρους στόχος της συνολικής οικονομικής πολιτικής (όπως θεωρείται διεθνώς) ή εθνικός (όπως διατείνεται η κυβερνητική πλευρά) ας αναλύσουμε τα βήματα που πρέπει να γίνουν προκειμένου να επανέλθουμε μετά από 13 χρόνια στο “επενδυτικό επίπεδο” και αν η επίτευξη αυτού του στόχου είναι επαρκής.
Εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η οποιαδήποτε αξιολόγηση της εκάστοτε οικονομίας αποτελεί την τελική συνισταμένη μιας σειράς επιμέρους ποσοτικών παραμέτρων/παραγόντων σε σύγκριση με τα διεθνή standards. Πρώτη παράμετρος είναι η συνολική δημοσιονομική πολιτική και το επίπεδο του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Δεύτερη, η συνολική μακροοικονομική (αναπτυξιακή) πολιτική που συμβάλει στην αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της εκάστοτε οικονομίας. Τρίτος παράγοντας, η κατάσταση και η δυναμική του χρηματοοικονομικού τομέα. Τέταρτος, η προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που συνεισφέρουν θετικά στην ενίσχυση των προοπτικών μιας οικονομίας. Πέμπτη παράμετρος, η σταθερότητα της χώρας, για την οποία λαμβάνεται υπόψη κυρίως το πολιτικό περιβάλλον και η ευστάθεια του, χωρίς να υποτιμάται το επίπεδο της συνοχής όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικών εντάσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παραμέτρους είναι προφανές το μέγεθος και η αντικειμενική δυσκολία της προσπάθειας που οφείλει να καταβάλει η (κάθε) χώρα προκειμένου να ανταποκριθεί στη συνθετότητα και την συσχέτιση των επιμέρους πολυεπίπεδων στόχων, ιδιαίτερα όταν στοχεύει η αξιολόγηση της να την καταστήσει μέλος της παγκόσμιας ελίτ. Θα παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα συσχέτισης των επιμέρους στόχων και της αναγκαιότητας συγκρότησης και εφαρμογής ενός συνεκτικού σχεδίου στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού συστήματος μπορεί να συμβάλει πέραν της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, στην προσέλκυση και την ενθάρρυνση των επενδύσεων επομένως και στη βελτίωση των ρυθμών μεγέθυνσης αλλά και στην μείωση των ανισοτήτων μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και της εισαγωγής αναδιανεμητικών μηχανισμών. Αντίστοιχες θετικές επιπτώσεις έχει η εισαγωγή θεσμών που θα συνέβαλλαν στην βελτίωση της απορροφητικότητας των κοινοτικών πόρων, κρίνοντας από τα επιτυχημένα παραδείγματα άλλων χωρών της ευρωπαϊκής επικράτειας. Άλλο παράδειγμα η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης όπου πέραν των προφανών επιπτώσεων που έχει στην βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος συμβάλει στην ενίσχυση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων επομένως και στην άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής συνοχής. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το επίπεδο της αξιολόγησης μιας χώρας αντικατοπτρίζει τον βαθμό ικανοποίησης επιμέρους δεικτών τόσο ποσοτικά (κυρίως) όσο και ποιοτικά.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σαφέστατα είναι θετικές αλλά είναι έμμεσες, όχι άμεσες. Πρακτικά η απόκτησή της δεν απελευθερώνει πόρους που εισέρχονται στα δημόσια ταμεία ή στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, ούτε προκαλούν με έναν αυτόματο τρόπο την αύξηση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος. Όπως επίσης δεν επιφέρουν την αυτόματη μείωση του κόστους δανεισμού ή αναχρηματοδότησης τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ειδικά όταν διανύουμε ένα περιβάλλον έντονων πληθωριστικών πιέσεων και μεταβολών στην νομισματική πολιτική. Εκείνο που επιτυγχάνεται είναι η είσοδος σε μια αγορά δυνητικών επενδυτών, πιο ποιοτικών αλλά ταυτόχρονα πιο απαιτητικών, που ξεπερνούν σε βεληνεκές τα 10 τρισ. δολ. γεγονός που μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος τόσο για ελληνικά χρεόγραφα όσο και για την πραγματική οικονομία, που με τη σειρά του επηρεάζει σημαντικά τις αποτιμήσεις άρα και τον πλούτο φυσικών και νομικών προσώπων. Παράλληλα περιορίζει τους κινδύνους αντιμετώπισης των ελληνικών στοιχείων ενεργητικού ως επισφαλείς τοποθετήσεις, γεγονός που αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τη μεταβλητότητα και τις πιθανές επιπτώσεις από τις εκδηλώσεις κρίσεων.
Επομένως η επενδυτική βαθμίδα είναι αναγκαία αλλά μη ικανή συνθήκη για την οριστική εισαγωγή και παγίωση της θέσης της χώρας σε ένα ανώτερο επίπεδο. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν πρέπει να εκληφθεί ως παράγοντας εφησυχασμού αλλά ως κίνητρο εντατικοποίησης της προσπάθειας προκειμένου να κατακτήσουμε υψηλότερα επίπεδα αξιολόγησης στο προσεχές μέλλον.
Η επίτευξη των επιμέρους οικονομικών και κοινωνικών στόχων αλλά κυρίως η μετάβαση στην επόμενη μέρα σε ένα απαιτητικό και ευμετάβλητο περιβάλλον, προϋποθέτει την κατάρτιση και την εφαρμογή ενός συνεκτικού σχεδίου αλλαγών και μετασχηματισμών. Ένα αναλυτικό σχέδιο με βασικό στόχο τη σταθερά δυναμική, βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη, που θα εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, θα κινητοποιεί και θα κινητοποιεί τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις και το ανθρώπινο δυναμικό, θα μετασχηματίσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αρωγό και συντελεστή της παραγωγικής ανασυγκρότησης, καθιστώντας την Ελλάδα ως έναν ιδανικό προορισμό επενδύσεων και ανθρώπων. Σχέδιο που να αποδεικνύει ότι αντιλαμβάνεται το κοινωνικό κράτος ως συντελεστή της ανάπτυξης, ενισχύοντας το επίπεδο της κοινωνικής συνοχής και την αποτελεσματική προστασία των ευάλωτων, εξασφαλίζοντας ισονομία, ίσες ευκαιρίες και προϋποθέσεις κοινωνικής κινητικότητας. Που θα επιλύει οριστικά τις διαχρονικές μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες σε μια σειρά κρίσιμων πεδίων πολιτικής (παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη κ.α.), θα προετοιμάζει τη χώρα για την αντιμετώπιση των επερχόμενων σημαντικών προκλήσεων (γεωπολιτικές εξελίξεις, δημογραφικό, κλιματική αλλαγή, ψηφιακή μετάβαση κ.α.), δημιουργώντας τις συνθήκες πραγματικής σύγκλισης με την Ευρώπη τόσο στις συνθήκες διαβίωσης όσο και στο επίπεδο και την ισχύ των θεσμών. Και κυρίως ενός σχεδίου που θα δίνει όραμα και προοπτική τόσο στις σημερινές όσο και κυρίως στις αυριανές γενιές να ονειρευτούν το μέλλον τους σε αυτόν τον τόπο και να σταματήσει το φαινόμενο - πληγή της μετανάστευσης των νέων ανθρώπων. Η πραγματοποίηση αυτής της ποιοτικής μετάβασης – αναβάθμισης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τον βασικό εθνικό στόχο. Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας είναι μέρος αυτού.
(Ο Δημήτρης Λιάκος είναι Οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός)