Είναι γνωστό ότι η εξωτερική πολιτική δεν συζητιέται στις προεκλογικές περιόδους. Όχι από καμιά προσπάθεια να αποφευχθεί η μικροκομματική αντιπαράθεση στα επονομαζόμενα ‘εθνικά ζητήματα’, δηλαδή στα κεντρικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά γιατί δεν φέρνουν ψήφους. Συχνά στερούν.
Εξαίρεση αποτέλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών με την Βόρεια Μακεδονία, η οποία έγινε αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης, και λοιδορήθηκε όχι μόνο από τους εθνικιστές ή τους δήθεν ‘πατριώτες’ προς ίδιον όφελος αλλά και από την τότε αντιπολίτευση της ΝΔ επιχειρώντας να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, χρησιμοποιώντας μια ακραία συναισθηματική και ανορθολογική ρητορική χωρίς βασικά επιχειρήματα. Το μείγμα αυτό δημιούργησε μια εύφλεκτη κατάσταση, κυρίως στην ελληνική Μακεδονία απέναντι σε μια αντικειμενικά πολύ καλή συμφωνία για τη χώρα.
Άρα, από τη μια είναι θετικό ότι τα εθνικά θέματα δεν είναι στην ατζέντα των συζητήσεων. Από την άλλη θα είχε σημασία να αποτυπωθούν στην προεκλογική συζήτηση οι σχεδιασμοί των πολιτικών κομμάτων για τη χώρα. Απλά και μόνο γιατί η ειρήνη και η ασφάλεια την δύσκολη διεθνώς περίοδο που ζούμε, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να αναπτυχθούν όλες οι άλλες κρατικές πολιτικές.
Πρώτο σημείο που θα έπρεπε να απαντηθεί είναι ποιοι οι στόχοι με την Τουρκία, το βασικό πρόβλημα ασφάλειας για τη χώρα. Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; Ή θα συνεχίσουμε την ίδια πολιτική της ακινησίας και των υψηλών τόνων που αφήνουν απλώς την αντιπαράθεση να σοβεί, ενώ επιτρέπει στην Άγκυρα να προσθέτει διαρκώς νέα θέματα στην ατζέντα;
Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι μετά τις εκλογές στην Τουρκία τα πράγματα δεν θα παραμείνουν ως έχουν. Η ιδέα για μια ‘θετική ατζέντα’ της ΕΕ για την Τουρκία, που είχε παγώσει λόγω της στάσης του Ερντογάν θα επανέλθει, ιδίως αν έχουμε πολιτική αλλαγή και η αντιπολίτευση με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έρθει στην εξουσία. Η ΕΕ θα επιχειρήσει να προσφέρει στην Τουρκία ανταλλάγματα για κινήσεις καλής θέλησης, όπως για παράδειγμα την αποφυλάκιση υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με πρώτο τον Οσμάν Καβαλά. Όλα δείχνουν ότι θα δημιουργηθεί ένα πακέτο προσέλκυσης της Τουρκίας προς τη Δύση και την ΕΕ. Η ενισχυμένη τελωνειακή ένωση θα είναι μέσα στην θετική αυτή ατζέντα. Η χώρα μας οφείλει να είναι έτοιμη, αφενός να στηρίξει ένα δημοκρατικό άνοιγμα της Τουρκίας αλλά και να συνδέσει ένα γενικότερο ευνοϊκό κλίμα που θα δημιουργηθεί για την Άγκυρα με τις δικές μας θέσεις και αιτιάσεις.
Κυρίως όμως χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που η Κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη δεν ενδιαφέρθηκε να διαμορφωθεί. Βέβαια είναι αναμενόμενο από μια κυβέρνηση που αντιλαμβανόταν την εξωτερική πολιτική αποκλειστικά με όρους πολιτικής επικοινωνίας. Το ζήτημα ήταν να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος και να οικοδομηθεί ένα προφίλ αποφασιστικού ηγέτη για τον Πρωθυπουργό. Ουσία καμιά.
Όμως τί θέλουμε από την Τουρκία, πώς το επιδιώκουμε , με ποιες κινήσεις, σε ποια fora, είναι το ζητούμενο της αμέσως επόμενης περιόδου. Πως ξανανοίγουμε διαύλους επικοινωνίας, πως επιστρέφουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και κυρίως, πως οικοδομούμε και πάλι την εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέρη; Γνωρίζουμε πως να το κάνουμε: έχουμε την εμπειρία από το Ελσίνκι του 1999 και χωρίς να μεταφέρουμε άκριτα επιλογές της εποχής στην σημερινή διαφορετική κατάσταση μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά διδάγματα. Αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση να προχωρήσουμε.
Πολύ σημαντικό επίσης είναι πως θα διαμορφώσουμε τη σχέση μας με την Κύπρο κατά την περίοδο που έρχεται. Ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας σε πρόσφατη συνέντευξη του ανέφερε: «Το δόγμα ότι η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται ισχύει μόνο για το Κυπριακό. Στα ευρύτερα θέματα του Ελληνισμού, ο Ελληνισμός έχει πρωτεύουσα και είναι η Αθήνα.» θεωρώ ότι πλέον και το πρώτο και δεύτερο είναι λάθος. Σε όλα τα ζητήματα Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να αλληλοενημερώνονται, να συντονίζονται και καμιά να μην εκπλήσσει την άλλη. Φυσικά η κάθε χώρα έχει την απόλυτη ελευθερία να λαμβάνει κυρίαρχα τις αποφάσεις που την αφορούν. Αλλά ακριβώς εκεί είναι και το βασικό: να διασφαλίσουμε την διαρκή και σταθερή συνεργασία ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες χώρες, με το βάρος και την ευθύνη των αποφάσεων για την καθεμιά.
Δυστυχώς καμιά συζήτηση δεν έγινε τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν, ούτε προβλέπεται φυσικά να γίνει κατά το διάστημα ως τις εκλογές.
Αλλά τα προβλήματα συσσωρεύονται, όπως και οι προκλήσεις και απειλές από ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον. Δεν αρκούν οι βροντερές και ηρωικές δηλώσεις. Χρειάζεται συστηματική επεξεργασία, σχέδιο και στρατηγική για ένα κόσμο που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς και μια Ανατολική Μεσόγειο όπου αποκτά ξανά και λόγω του πολέμου κεντρική σημασία. Δυστυχώς η Κυβέρνηση Μητσοτάκη φτάνει στις εκλογές χωρίς να έχει αφήσει κάτι από τα δύο.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)