Να, που άρχισε να βρίσκει τη φωνή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή! Αν και διόλου «ιλουμινάτα» αυτή, στη δεύτερη έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας της χώρας μας έκανε τέσσερις υποδείξεις, κατά τη γνώμη μας σημαντικές: Μία, ότι για να επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί, πρέπει να συγκρατηθεί η αύξηση των καθαρών κρατικών δαπανών στο 2,6% -πολλώ μάλλον που στο μεσοπρόθεσμο 2023-27 έχει υποτιμηθεί η επίδραση του πληθωρισμού στις δαπάνες. Δεύτερη, ότι κάτι πρέπει να γίνει για τη φοροδιαφυγή -ακούγοντας στην πιάτσα πόσο συχνά πληρώνονται σε ρευστό λογαριασμοί 400 -500 ευρώ, φαντάζεσαι πόση έκταση έχει πάρει το πρόβλημα.
Μια τρίτη επισήμανση αναφέρεται στο ισοζύγιο πληρωμών, τα δομικά προβλήματα που συνδέονται με το αυτομάτως και απότομα διευρυνόμενο έλλειμμά του (η Κομισιόν δεν καταπίνει την ερμηνεία ότι αυτό οφείλεται στην… έκρηξη επενδύσεων, που άλλωστε στο πολύ μεγάλο μέρος είναι αγορές ακινήτων και λίγων επιχειρήσεων με ελληνικά δάνεια) και τους κινδύνους που υποκρύπτει. Η τέταρτη αναφέρεται στις επιδοτήσεις ειδικά για την οικιακή κατανάλωση ενέργειας, επιδοτήσεις που -όπως και διάφορες άλλες- έχουν προεκλογικό, πελατειακό χαρακτήρα καθώς δεν επικεντρώνονται μόνο ούτε κύρια στους φτωχότερους -αντιθέτως, είναι τόσο μεγαλύτερες όσο πλουσιότερο το νοικοκυριό.
Την τελευταία τριετία μοιράστηκε πολύ χρήμα. Όχι μόνο σε ευάλωτα νοικοκυριά αλλά και σε πλούσια και άλλα που εμφανίζονται φτωχά επειδή φοροδιαφεύγουν. Όχι μόνο σε βιώσιμες επιχειρήσεις αλλά και σε χιλιάδες άλλες που επιβιώνουν με τη συστηματική εισφορο- και φορο-διαφυγή. Η ζωτική ανάγκη να διασωθεί η οικονομία και να στηριχτεί η κοινωνία σε συνθήκες πανδημίας και, μετά, ενεργειακής κρίσης, στάθηκε αφορμή να μοιραστούν πάνω από 60 δισ. όχι πάντα με αυστηρότητα και δικαιοσύνη αλλά συχνά με αδιαφανή, πελατειακά κριτήρια. Έτσι, με άφθονο δημόσιο χρήμα φιλοτεχνήθηκε η εικόνα μιας δήθεν δυναμικής ανάπτυξης και προσφέρθηκε μια εύθραυστη ευημερία σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα -εξ ου, η «σταθερότητα» νίκησε την «αλλαγή».
Χωρίς αυτό το υπόβαθρο, δεν είχαν πιθανότητες ούτε η πρωτοφανής ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς ούτε το μέγεθος της νίκης της ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές -παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που επί μια 4ετία κάνει η αντιπολίτευση. Μένει να φανεί, στα λίγα επόμενα χρόνια, αν αυτή η άφθονη χρηματοδότηση θα αφήσει κάποιο θετικό αποτύπωμα και στην ελληνική οικονομία ή θα αποδειχτεί μια εφήμερη κραιπάλη, μόνο. Το άμεσο, ωστόσο, είναι αυτό που υποδηλώνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Από το φθινόπωρο όσον αφορά τις επιδοτήσεις για κατανάλωση ενέργειας και από το 2024 για το σύνολό τους, οι δημόσιες δαπάνες θα αρχίσουν να περιορίζονται.
Μια καλή τουριστική χρονιά (προβλέπεται ότι τα έσοδα θα προσεγγίσουν εκείνα του 2019) θα διευκολύνει την προσαρμογή. Θα την διευκολύνει, επίσης, η αναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, το τελευταίο τρίμηνο φέτος, καθώς θα μειώσει το κόστος δανεισμού και θα θέσει τη χώρα στο ραντάρ νέων κατηγοριών, μακροπρόθεσμων ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Ωστόσο, η διαδικασία προσαρμογής δεν θα είναι εύκολη.
Όχι μόνο γιατί συνήθως οι περικοπές γίνονται με πιο άδικο τρόπο από όσο έγιναν οι παροχές, ούτε γιατί το πολιτικό σύστημα έκανε ό,τι μπορούσε για να καλλιεργήσει αυταπάτες. Αλλά γιατί, για να γίνει η προσαρμογή χωρίς ισχυρούς κραδασμούς και να εμπεδωθεί με σταθερότητα, δεν αρκεί να μπορούμε να δανειστούμε λιγότερο ακριβά. Θα πρέπει να αρχίσουμε να παράγουμε πιο πολλά, πιο καλά (υψηλής τεχνολογίας), πιο παραγωγικά και πιο οικολογικά. Να αλλάξουμε οικονομικό μοντέλο. Όπερ προϋποθέτει μεγάλες και σύνθετες μεταρρυθμίσεις.
Ένα πρόβλημα, ότι επί του θέματος δεν έχει αναπτυχθεί η μεγάλη συζήτηση που θα βοηθούσε να ωριμάσουν ευρύτερες δυνατές συναινέσεις -άνευ των οποίων γλίσχρα θα είναι τα αποτελέσματα. Δεύτερο πρόβλημα, ότι το επόμενο 12μηνο έχει τρεις σταθμούς: Τις εκλογές στις 25 Ιουνίου, τις δημοτικές/περιφερειακές εκλογές τον Οκτώβριο και τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο 2024. Λέτε, μέσα σε αυτή την πορεία, το πολιτικό σύστημα θα έχει κέφι να σχεδιάσει, να κάνει, να στηρίξει δύσκολες μεταρρυθμίσεις;..
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)