Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στην Τουρκία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις επιθυμίες των Δυτικών αρχηγεσιών. Ο εκλεκτός, εξ ανάγκης, της Δύσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και η συμμαχία των υπολοίπων πέντε κομμάτων, από την γκρίζα λύκαινα Μεράλ Ακσενέρ, τον ιδεολόγο του νέο-οθωμανισμού Αχμέτ Νταβούτογλου μέχρι και τον φερόμενο ως ευρωπαϊστή Αλί Μπαμπατζάν (είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των «Προσώπων με τη Μεγαλύτερη Επιρροή Παγκοσμίως» που εξέδωσε το περιοδικό Time για το έτος 2012sic!!!), δεν κατάφεραν όχι μόνο να κερδίσουν τις προεδρικές εκλογές αλλά ούτε να προηγηθούν στον α’ γύρο των προεδρικών εκλογών παρότι οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ισχυρό προβάδισμα για αυτούς και παρά την υποστήριξη των δυτικών χωρών.
Τελικά οι Δυτικές αρχηγεσίες και οι «οργανικοί διανοούμενοί των» (πλήρους ή μερικής απασχόλησης) φαίνεται ότι εξακολουθούν να κοιτούν τις πλανητικές εξελίξεις μέσα από τα μυωπικά μάτια τους που δυστυχώς δεν τους επιτρέπουν να δουν μακριά. Οι επιθυμίες τους υποκαθιστούν τη δυναμική και συνεχώς ρέουσα πραγματικότητα .
Στον ίδιο βηματισμό σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο οι αναλυτές των χρηματοπιστωτικών αγορών, κάτω από το μανδύα των αναλύσεων και των συμβουλών που αυτές περιέχουν, στο σχηματισμό μιας εικόνας ολοκληρωτικής κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας. Μια επαναλαμβανόμενη εικόνα εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια.
Παρά τα έντονα και δύσκολα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στην οικονομία της Τουρκίας τα τελευταία τρία με τέσσερα έτη, με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική του Ερντογάν, η οποία ευρίσκεται σε μη συμβατή τροχιά με την απαιτούμενη από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η προβλεφθείσα επανειλημμένως από τους δυτικούς αναλυτές κατάρρευση της οικονομίας ποτέ δεν επήλθε.
Το κυρίαρχο πρόβλημα εμφανίζεται ότι είναι η αδυναμία σταθεροποίησης του νομίσματος και η συνεχής υποτίμησή του έναντι των ισχυρών παγκοσμίων νομισμάτων. Η άρνησή του να αυξήσει τα επιτόκια ώστε να συγκρατήσει τη συνεχή αύξηση της ισοτιμίας του νομίσματος σε σχέση με τα διεθνή νομίσματα προκάλεσε φυγή κεφαλαίων οδηγώντας την τουρκική οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων – εκροών κεφαλαίων- πληθωρισμού. Στην όξυνση αυτού του φαύλου κύκλου σημαντικότατο ρόλο έχουν οι γεωπολιτικές επιδιώξεις της Τουρκίας και ο ρόλος της περιφερειακής δύναμης που επιχειρεί να διαδραματίσει, κάτι που προφανώς έχει δυσαρεστήσει τα μάλα τη Δύση και τις ΗΠΑ.
Η επιλογή της μη αύξησης των επιτοκίων με τον τρόπο που απαιτούν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές οφείλεται θεωρώ σε δύο λόγους: ο πρώτος αφορά στο ότι οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα στη μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας γεγονός που πρωτίστως θα μεταφράζονταν σε μείωση των παραγομένων θέσεων εργασίας αυξάνοντας σημαντικά την ανεργία και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Θα πρέπει να πω ότι κάθε χρόνο εισέρχονται στην αγορά εργασίας περίπου 1.500.000 νέοι εργαζόμενοι οι οποίοι θα πρέπει να βρουν εργασία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτές καθ’ αυτές οι γεωπολιτικές επιδιώξεις της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης επέβαλαν την απόκτηση ορισμένων βαθμών ελευθερία και στο νομισματικό τομέα , όπως έχει συμβεί σε υψηλό βαθμό στην τουρκική μεταποίηση, στον τομέα των κατασκευών, στην αμυντική βιομηχανία και στις υπηρεσίες.
Η σύγκρουση με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γιατί περί σύγκρουσης πρόκειται, δεν είναι καθόλου εύκολη με δεδομένη την ισχύ του και τους απόλυτους κανόνες που έχει επιβάλλει σε όλες τις χώρες του πλανήτη υποτάσσοντάς τες στα συμφέροντά του.
Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε σημαντικά προβλήματα μέσω της εγκατάλειψης των κεφαλαίων, τα οποία προκάλεσαν την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία ώθησε τον πληθωρισμό στα ύψη (με τη βοήθεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης). Παράλληλα προκάλεσαν ακόμη ένα κενό στην αναχρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους (κυρίως του βραχυχρόνιου) αλλά μια έντονη δολαριοποίηση της οικονομίας ( καταθέσεις στις τουρκικές τράπεζες περίπου στο 56% σε συνάλλαγμα) μειώνοντας ουσιαστικά τη λειτουργία της τουρκικής λίρας ως κυρίαρχο νόμισμα συναλλαγών εγχωρίως.
Η υψηλή δολαριοποίηση αυξάνει την ευαισθησία τα οικονομίας σε εσωτερικά και εξωτερικά σοκ και καθορίζει το σχηματισμό των τιμών από τις εξελίξεις της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΣΙ) η οποία δεν αντανακλά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Αυτό καθιστά αναγκαία τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στα σοκ, σύμφωνα με την κυρίαρχη νομισματική θεωρία ώστε να ελαφρυνθούν οι πιέσεις από τη ΣΙ. Αλλά, όπως είναι γνωστό, οι θετικές επιδράσεις είναι μόνο βραχυχρόνιες. Σε μια οικονομία με υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στις διακυμάνσεις της ΣΙ, μειώνει το έλλειμμα μόνο βραχυχρόνια διαμέσου της μείωσης της εγχώριας ζήτησης κάτι που καθιστά και τις θετικές επιδράσεις στη μείωση του πληθωρισμού βραχυχρόνιες. Πάντως, καθώς η οικονομία φθάνει στη δυνητικής μεγέθυνση, ο πληθωρισμός και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκονται σε μη υποστηρίξιμα επίπεδα, ενώ η αύξηση της ΣΙ ασκεί μια επιπρόσθετη πίεση στον πληθωρισμό και δημιουργεί την ανάγκη μιας πρόωρης και μη αποτελεσματικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση βαραίνει τόσο στο μέγεθος των σοκ που προέρχεται από τη ΣΙ όσο και τις επιδράσεις της ΣΙ στο μέγεθος του πληθωρισμού, ενώ η δομική ευαισθησία του πιστωτικού κύκλου οδηγούμενου από τη ροή των κεφαλαίων προκαλεί μια επιπρόσθετη πίεση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στη ΣΙ, με τη σειρά της.
Η διαδικασία αυτή μετατρέπεται χρονικά σε φαύλο κύκλο. Επιπροσθέτως των επιδράσεων της ΣΙ στον πληθωρισμό, η συμπεριφορά τιμολόγησης και οι πληθωριστικές προσδοκίες προκαλούν υψηλή ευαισθησία στη ΣΙ που οφείλεται σε ισοζύγια με υψηλή στάθμιση σε ξένο νόμισμα. Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα πλούτου που απορρέει από την αύξηση της ΣΙ που οφείλεται στην υψηλή στάθμιση (μερίδιο) του ξένου συναλλάγματος στην αποταμίευση των φυσικών και νομικών οντοτήτων τροφοδοτεί την εγχώρια ζήτηση και προκαλεί μια περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού, μειώνοντας τα προσδοκίες για βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της υποτίμησης του νομίσματος. Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση φουσκώνει τον πληθωρισμό πάνω από το επίπεδο που καθορίζουν τα κόστη οδηγούμενα από την αυξημένη ΣΙ. Εμποδίζεται συνεπώς να ακολουθηθεί το μονοπάτι που οδηγεί στη διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών λόγω του άκαμπτου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Για τους παραπάνω λόγους, απαιτείται η εξάλειψη της δολαριοποίησης, με άλλα λόγια, η μερική εξάρτηση της οικονομίας και οι κύριες συναλλαγές του χρηματοπιστωτικού της συστήματος από το ξένο νόμισμα, όχι συγκυριακά διαμέσου της κίνησης των σχετικών τιμών, αλλά με τρόπο δομικό και διαρκή, αποτελεί το βασικό στόχο της στρατηγικής της liraization της ΚΤ. Η δολαριοποίηση βοηθήθηκε από το ότι επιτρεπόταν χρηματοπιστωτικά συμβόλαια σε ξένο νόμισμα, ο μηχανισμός επιλογής δεσμευτικών υποχρεώσεων στο τραπεζικό σύστημα, κτλ Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα από 30,0% το 2010 ξεπέρασαν το 55,0% σήμερα. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ευρέως στις συναλλαγές τους ξένα νομίσματα, ακόμη και εκείνες που δεν είχαν έσοδα σε ξένο νόμισμα, διότι μπορούσαν να δανειστούν σε ξένο νόμισμα. Στα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών αυξάνονταν συνεχώς εκείνα που ήταν σε ξένο νόμισμα. Οι υποχρεωτικές δεσμεύσεις σε ξένο νόμισμα μειώνονταν ενώ οι αντίστοιχες σε τουρκικές λίρες αυξάνονταν, επιταχύνοντας την δολαριοποίηση της οικονομίας. Όλα τα διοικητικά μέτρα που λαμβάνει η ΚΤ στοχεύουν στην αποδολαριοποίηση της οικονομίας. Είναι πάντως δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος αυτός αν δεν επιτευχθεί η σταθεροποίηση της ισοτιμίας του νομίσματος , στα σημερινά επίπεδα, και αποκατασταθεί η σχετική εμπιστοσύνη στο νόμισμα ( ανεξαρτήτως αν αυτό μπορεί να συνεχίσει να διολισθαίνει σε προβλεπόμενο περιθώριο).
Το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας είναι το βραχυχρόνιο εξωτερικό χρέος το οποίο το Φεβρουάριο του 2023 έχει φθάσει τα 196,5 δις δολάρια. Η αναχρηματοδότηση του αποτελεί μόνιμο πονοκέφαλο του προέδρου Ερντογάν. Η αδυναμία άμεσης χρηματοδότησης από πόρους προερχόμενους από το εξωτερικό (ΑΞΕ, επενδύσεις χαρτοφυλακίου κτλ) σπρώχνει σε συνεχή διολίσθηση το νόμισμα, επειδή ο Ερντογάν αρνείται να το υποστηρίξει με την άνοδο των επιτοκίων, κάτι που συμβάλλει αποφασιστικά στον πληθωρισμό δημιουργώντας φαύλο κύκλο. Την χρηματοδότηση του βραχυχρονίου εξωτερικού χρέους , το μέρος που δεν καλύπτεται από τους εισρέοντες πόρους (εξαγωγές, τουρισμός κτλ), ο πρόεδρος Ερντογάν την καλύπτει από το γεωπολιτικό του κεφάλαιο.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιώντας το γεωπολιτικό του κεφάλαιο κατάφερε, μέχρι σήμερα να βρει τους απαιτούμενους πόρους για αναχρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους.
Η ΚΤ είναι ο ύστατος δανειστής της ποσότητας απαιτούμενων δολαρίων από διάφορες χώρες: Swaps και forwards ανήλθαν σε 69 δις δολάρια το Νοέμβριο του 2022. Το δανειστικό όργιο έχει πλέον αλλάξει μορφή, καθώς είναι οι πολιτικές συμμαχίες της Τουρκίας και του προέδρου Ερντογάν που εξασφαλίζουν συμφωνίες currency-swap με φιλικές (κυρίως ισλαμικές αλλά όχι μόνο) χώρες: Κατάρ, ΗΑΕ, Κίνα, και Ν. Κορέα. Ήδη έχει κλεισθεί και συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία ώστε η τελευταία να καταθέσει στην ΚΤ της Τουρκίας ποσό ύψους 5 δις δολάρια. Έχω την εντύπωση ότι οι δυτικοί οικονομικοί αναλυτές (που αυτονομούν ολοκληρωτικά την οικονομία από την πολιτική) δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι μια τέτοια πολιτική, μπορεί να είναι διατηρήσιμη, επειδή δεν βασίζεται στους κανόνες της αγοράς (όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί). Όλα εξαρτώνται από το γεωπολιτικό κεφάλαιο της Τουρκίας και του ίδιου του Ερντογάν το οποίο δεν μπορεί εύκολα και βραχυπρόθεσμα να εξαλειφθεί. Το στοίχημα του Ερντογάν είναι η δυνατότητα βελτίωσης των προβλημάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο διαρκεί και ισχύει αυτό το γεωπολιτικό κεφάλαιο. Πόσο επομένως γεωπολιτικό χρόνο διαθέτει ο Ερντογάν; Απαντώ: Πολύ. Θεωρώ ότι και η Τουρκία παράλληλα έχει πολύ γεωπολιτικό χρόνο. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται, εκτός από τις εμφανείς χρηματοπιστωτικές πράξεις ενίσχυσης της ΚΤ της Τουρκίας από παρεμβάσεις των φιλικών κρατικών οντοτήτων, και από τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών της χώρας, όπου στο κονδύλι Neterrorsandomissions, τόσο το 2021 αλλά κυρίως το 2022, εμφανίζονται ποσά πάρα πολύ υψηλά χωρίς καμία εξήγηση σε τι αφορούν και από που προέρχονται. Συγκεκριμένα την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2022 εμφανίζεται ποσό ύψους 22,314 δις δολαρίων έναντι ποσού 11,993 δις δολαρίων το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει αυτή την πολιτική ο Ερντογάν. Νομίζω ότι όλα θα εξαρτηθούν από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις υποχωρήσεις που θα προβούν οι δυτικές χώρες. Αν ο Ερντογάν αισθανθεί ότι μπορεί να προσαρμόσει την οικονομική του πολιτική χωρίς κινδύνους για το όραμά του θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Διαφορετικά προβλέπω ότι θα συνεχίσει την προσπάθεια που έχει αρχίσει τυπικά μετά το πραξικόπημα του 2016 , αλλά ουσιαστικά από το 2003. Ο προσανατολισμός του προς την ομάδα των χωρών BRICS ίσως επιταχυνθεί.
Ενδείξεις για όλα αυτά θα έχουμε από τη σύνοδο των Υπουργών εξωτερικών των χωρών BRICS (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία, Ν. Αφρική), στις 1-2 Ιουνίου.
Στην κορυφή της ατζέντας τους -ενόψει και της συνόδου κορυφής της ομάδας – χωρών , τον Αύγουστο- είναι επείγοντα γεωπολιτικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης διεύρυνσης των BRICS εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες οι επίσημες και ανεπίσημες αιτήσεις προσχώρησης χωρών είναι τουλάχιστον 19. O κατάλογος των ενδιαφερόμενων χωρών εκτείνεται από την Αίγυπτο και το Μεξικό, έως τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, την Ινδονησία και την Τουρκία.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας)