Και από αυτήν την άποψη γυρίζουμε σελίδα: Σταδιακά αλλά σταθερά θα γίνεται όλο πιο έντονα αισθητή η αυστηροποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής -είτε επικρατήσουν οι προσαρμοσμένες στις ιδιομορφίες κάθε ευρωπαϊκής χώρας ρυθμίσεις που προωθούν Γαλλία-Ιταλία για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας είτε, πολύ περισσότερο, επικρατήσει η «μονοκόμματη» θεώρηση της Γερμανίας και των δέκα συνοδοιπόρων της, είτε κάτι ενδιάμεσο. Μερικά πράγματα είναι σαφή: Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-26 που υπέβαλλε στην Κομισιόν η προηγούμενη (και επόμενη) κυβέρνηση της χώρας, σε βάθος τριετίας σε πραγματικές τιμές οι κρατικές δαπάνες για ενδιάμεσα αγαθά θα είναι μειωμένες 1,1 δισ. ευρώ και η μισθολογική δαπάνη 730 εκατ. ευρώ.
Αυτή η μείωση θα αποτυπωθεί στο μισθολόγιο των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο. Ο δημοσιονομικός χώρος θα είναι πολύ στενός, έως το 0,3% του ΑΕΠ μέχρι τα τέλη της τριετίας. Αυτό θα είναι το όριο για νέες δαπάνες, ποσοστό που μεταφράζεται σε 760 εκ. ευρώ ετησίως, σε όρους ΑΕΠ 2026. Έχουν καλλιεργηθεί μεγάλες προσδοκίες, για υψηλού επιπέδου υπηρεσίες που θα παρέχονται, για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, για φορολογικές κι άλλες ελαφρύνσεις. Η αλήθεια είναι, παράδειγμα, ότι δεν θα γίνουν νέες προσλήψεις, μόνο αντικαταστάσεις. Ότι οι αυξήσεις στις συντάξεις θα είναι αυτές που ορίζει ο νόμος Κατρούγκαλου. Κι ότι όλα θα είναι υπό την αίρεση ότι επιτυγχάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα. Όχι εύκολο.
Δεν θα είναι εύκολο, όχι μόνο (ούτε τόσο) επειδή η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για παροχές που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Αλλά κι επειδή οι αρχιτέκτονες του Προγράμματος έχουν κάνει την παράδοξη πρόβλεψη ότι το μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ θα μειώνεται υπερβολικά ταχύτερα από το μερίδιο των δημοσίων εσόδων, σχεδόν με διπλάσιο ρυθμό. Το πέτυχαν προσδιορίζοντας έναν αποπληθωριστή στις δημόσιες δαπάνες που είναι (μάλλον ανορθόδοξα) μικρότερος από τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ ή της κατανάλωσης ή των επενδύσεων. Έτσι προκύπτει το πολυπόθητο πρωτογενές πλεόνασμα 2% έως 2,3% του ΑΕΠ. Γι’ αυτό, ορισμένοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης μιλούν για «αισιόδοξες» δημοσιονομικές προβλέψεις.
Αν αποδειχτούν, πράγματι, αισιόδοξες, το δημοσιονομικό σφίξιμο θα επιταχυνθεί ή/και θα ενταθεί. Και χωρίς αυτό, πάντως, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αναπόφευκτη.
Θα ήταν αναγκαία έτσι ή αλλιώς, μετά μια τριετία πανδημίας, πολέμου στην Ουκρανία, με συνέπειες στην οικονομία. Αλλά η προσπάθεια θα ξεκινούσε από καλύτερη βάση, αν δεν είχε εκτροχιαστεί η επιβαλλόμενη στήριξη της οικονομίας και των πιο αδύναμων οικονομικά νοικοκυριών, κι αν δεν είχε πάρει τα χαρακτηριστικά μιας δημοσιονομικής κραιπάλης -με μειώσεις φόρων στον πλούτο κυρίως, και με ευρηματικές πελατειακές παροχές πρωτοφανούς έκτασης. Και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μη λέει κουβέντα, λες κι είχε αγοράσει ένα ανόητο αφήγημα, κάτι σαν κι αυτό: «Ας ξοδέψουμε όσα πρέπει για να τελειώνουμε με το λαϊκισμό στην Ελλάδα, και μετά τα βρίσκουμε».
Ξοδεύτηκαν πολλά, ένα μέρος από αυτά ήταν αρκετό για να διατηρήσουν τη συνοχή τους ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός -δεν καταστράφηκαν όπως στην κρίση χρέους.
Αλλά μεγάλο μέρος των δαπανών έγιναν χωρίς αυστηρότητα, χωρίς δικαιοσύνη, συχνά χωρίς αληθινά αναπτυξιακά κριτήρια, με μηδενικό ή ανεπαίσθητο αποτύπωμα στις μεγάλες κοινωνικές ανάγκες. Συνολικά, δε, η κυβερνητική οικονομική πολιτική θα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο αν δεν υπήρχε ο πληθωρισμός: Αυτός μείωνε τις αμοιβές της μισθωτής εργασίας και ενίσχυε το απόλυτο και σχετικό ύψος των κερδών (που έφερναν ευφορία στις αγορές και παρασιτικά κεφάλαια στο real estate), συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ και, ταυτόχρονα, σώρευε δισ. ουρανοκατέβατα φορολογικά έσοδα.
Η διανομή τους, μαζί με δανεικά από την αύξηση του δημοσίου χρέους, αποτέλεσαν την υλική βάση για την εκλογική συντριβή μιας πολύ κακής αντιπολίτευσης -αν αυτός ήταν ένας πολιτικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, αυτός επετεύχθη. Στο νέο τοπίο μένουν όλα τα υπόλοιπα προς διαχείριση. Ένα εξ αυτών, η δημοσιονομική διαχείριση.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)