Σύμφωνα λοιπόν με τη συγκεκριμένη μελέτη το μέγεθος της παραοικονομίας ή της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα κινείται σε ένα εύρος μεταξύ 20%-30% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 40-50 δισ. ευρώ ετησίως.
Το ποιοι φοροδιαφεύγουν και αποκρύπτουν εισοδήματα είναι γνωστό και το αναδεικνύει και η μελέτη της συστημικής τράπεζας με στοιχεία από τις φορολογικές δηλώσεις. Οι επιχειρηματίες.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη από τα 84 δισ. ευρώ εισοδημάτων που δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2021 τα φυσικά πρόσωπα, τα 66 δισ. ευρώ (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα 4,3 δισ. ευρώ (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα).
Μάλιστα το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από 10.000 ευρώ ετησίως.
Υπάρχει βέβαια και άλλη μια παράμετρος για την παραοικονομία κα τη φοροδιαφυγή. Η μαύρη εργασία , που αποδεικνύεται εμμέσως πλην σαφώς από την διαφορά της τάξης του 17% μεταξύ του ύψους της απασχόλησης όπως αποτυπώνεται στην έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της απασχόλησης που θα ήταν συνεπής με τα στοιχεία για το ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση από την εκτεταμένη παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή τα δημόσια ταμεία στερούνται ενός τεράστιου ποσού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την επίλυση ζωτικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας που αφορούν στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της δημόσιας παιδείας, της ασφάλειας.
Βέβαια, οι μελετητές της Eurobank δεν καταλήγουν στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, δηλαδή στην ενίσχυση των δημοσίων δομών από τα έσοδα που θα διασφάλιζε η πάταξη της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής.
Θεωρούν ότι τα έσοδα από την μείωση της φοροδιαφυγής θα πρέπει να οδηγήσουν στη μείωση του φορολογικού βάρους επί της μισθωτής εργασίας, για την κινητροδότηση αλλαγής αναπτυξιακού προτύπου.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι και η πρόταση αυτή είναι προς τη σωστή κατεύθυνση σίγουρα .
Η μείωση του φορολογικού βάρους των μισθωτών, όμως, προϋποθέτει και ανάλογες νομοθετικές παρεμβάσεις για να επιτευχθεί.
Επί του πρακτέου δηλαδή θα πρέπει να υπάρξουν ισχυρά κίνητρα ώστε στο σύνολο τους οι καταναλωτές να ζητούν αυτό που έχει γίνει σύνθημα αλλά όχι πράξη. Να απαιτούν αποδείξεις από όποιο αγαθό ή υπηρεσία «αγοράζουν» και να κάνουν τις αγορές τους με τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών. Και κατά τα αμερικανικά πρότυπα ότι ξοδεύεται στην κατανάλωση με «απόδειξη» να αφαιρείται από το φορολογητέο εισόδημα.
Με κίνητρο λοιπόν ακόμη και μηδενικό φόρο -αν δαπανηθεί το σύνολο του εισοδήματος του φορολογούμενου- σίγουρα θα υπάρξει ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων και επιχειρηματιών που θα προβαίνουν σε αγορές, με διπλό όφελος εν τέλει. Και φόρους δεν θα πληρώνουν και στην αγορά θα πέφτει χρήμα για να κινείται και θα δημόσια ταμεία θα γεμίζουν από την είσπραξη έμμεσων και άμεσων φόρων από τις επιχειρήσεις.
Η αλλαγή φορολογικού συστήματος, απλά χρειάζεται τόλμη και πολιτική βούληση.