Το ζήτημα είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι επιχειρηματίες στον τομέα του τουρισμού όπου σταθούν και όπου βρεθούν κάνουν λόγο για μια κακή χρονιά και δείχνουν απογοητευμένοι καθώς περίμεναν περισσότερα.
Η αντίφαση αυτή βέβαια, έχει την λογική της εξήγηση. Αυξήθηκαν οι ξένοι τουρίστες, αλλά προφανώς μειώθηκαν οι Έλληνες που έχουν την δυνατότητα να κάνουν διακοπές, καθώς άλλωστε αυτό δείχνουν και οι έρευνες που έχουν γίνει.
Αλλά και ο απλός παρατηρητής εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι ακόμη και στις «δυνατές» τουριστικές περιοχές μπορεί τα ξενοδοχεία να έχουν ικανοποιητικές πληρότητες και οι παραλίες να είναι γεμάτες, αλλά όλα τα άλλα σχετικά επαγγέλματα με τον τουρισμό και κυρίως η εστίαση που αριθμεί εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις ανά την Ελλάδα δεν πηγαίνει καλά.
Τα μηνύματα άλλωστε ήδη έχουν σταλεί από τους ίδιους του καταναλωτές στις σχετικές έρευνες που έγιναν το καλοκαίρι. Ενδεικτική είναι η τελευταία έρευνα του ΣΕΛΠΕ σύμφωνα με την οποία μόλις το 9% των καταναλωτών φέτος το καλοκαίρι θα κάνουν διακοπές διαμένοντας σε ξενοδοχεία και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς τους λίγους και χωρίς διατροφή.
Όλοι οι άλλοι, το 91% δηλαδή, θα φιλοξενηθούν σε φιλικά σπίτια ή θα μείνουν σε δωμάτια ή κάμπινγκ.
Μάλιστα, σχεδόν οι μισοί από τους καταναλωτές δήλωσαν ότι στις διακοπές τους θα μαγειρέψουν πολλά από τα γεύματα των διακοπών, γιατί «τρώγοντας κάθε μέρα έξω… δεν βγαίνει».
Και γι’ αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη φταίνε οι υψηλές τιμές που διαμορφώνονται σε τρόφιμα, ποτά και υπηρεσίες εστίασης και αναψυχής και στρέφουν τους τουρίστες Έλληνες και ξένους σε διατροφή εντός των ενοικιαζόμενων δωματίων, αφήνοντας άδειες ταβέρνες και ρεστοράν.
Ακόμη και τα καταστήματα με είδη λαϊκής τέχνης στις τουριστικές περιοχές δείχνουν να χάνουν πελάτες, καθώς έχουν πέσει θύματα της γενικότερης μείωσης της αγοραστικής ικανότητας των τουριστών, λόγω της ακρίβειας.
Η διατήρηση όμως υψηλών και συνάμα απαγορευτικών τιμών από πολλές τουριστικές επιχειρήσεις, οφείλεται και στη λάθος νοοτροπιών των ίδιων των επιχειρηματιών, οι οποίοι να επισημάνουμε, επί της ουσίας, είναι επιχειρηματίες εξ’ ανάγκης.
Έγιναν επιχειρηματίες γιατί δεν μπορούσαν αλλού να απασχοληθούν ή γιατί απλά θέλουν να είναι «αφεντικά», χωρίς να έχουν τα προσόντα.
Δυστυχώς αρκετοί από αυτούς δεν έχουν ούτε τις αναγκαίες γνώσεις ούτε την εξειδίκευση για να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά τις μικρές ή μικρομεσαίες τουριστικές τους επιχειρήσεις και πηγαίνουν με την παντελώς λανθασμένη νοοτροπία του αυξάνω τις τιμές για να βγάλω τα σπασμένα από την μείωση της πελατείας.
Και μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα αυτή η λανθασμένη επιχειρηματική πρακτική να λύνει πρόσκαιρα το πρόβλημα της μείωσης της πελατείας και κατά συνέπεια του τζίρου των επιχειρήσεων, αλλά σε βάθος χρόνου σίγουρα δεν αποδίδει.
Στην παγκοσμιοποιημένη πλέον αγορά οι επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν θα είναι αυτές που θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στον σκληρό ανταγωνισμό των τιμών σε συνδυασμό βέβαια με την ποιότητα που προσφέρουν στους πελάτες τους.
Αυτό πρέπει να το καταλάβουν καλά όλοι όσοι επιχειρηματίες θέλουν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην αγορά -και όχι μόνο την τουριστική- ιδιαίτερα σε δύσκολες οικονομικά εποχές όπως αυτές που διανύουμε τα τελευταία χρόνια.