Η ομιλία του Πρωθυπουργού δεν έκρυβε εκπλήξεις. Ήδη με το πρόσχημα της μεγάλης ζημιάς που έπαθαν πολλές περιοχές , ο πήχης είχε τεθεί πολύ χαμηλά. Η κοινή γνώμη είχε προετοιμαστεί για μη εξαγγελίες ΔΕΘ.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει ως λαγό που έβγαλε από το καπέλο το «ξεπάγωμα των τριετιών», το οποίο η ίδια αρνιόταν να θεσμοθετήσει όταν το ζητούσε σύσσωμα η κοινωνίας πριν κάποιος μήνες, ισχυριζόμενη ότι αποτελεί εθνική μας υποχρέωση να κρατήσουμε καθηλωμένους τους μισθούς μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%.
Το «ξεπάγωμα» των τριετιών είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη. Η επιμονή να διατηρείται μια ανεπίκαιρη διάταξη που αναγκάστηκε να θεσπίσει η χώρα το 2012, μέσα στην καρδιά της Μνημονιακής περιόδου, είχε χαρακτηριστικά ιδεοληψίας και ουσιαστικά είχε επιβληθεί από την επιχειρηματική οικονομική ελίτ που την προηγούμενη τετραετία κατάφερε να εκτινάξει την κερδοφορία της σε βάρος των μισθών και της ποιότητας ζωής του κόσμου της εργασίας. Η ακρίβεια έχει γονατίσει νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πλέον απειλεί την ίδια την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς ενίσχυση του μέσου εισοδήματος και στοιχειώδη έλεγχο της αισχροκέρδειας, το πληθωριστικό ράλι ακρίβειας και η φούσκα της συνεχούς αύξησης των τιμών σε συνδυασμό με την εκτίναξη του δημοσίου χρέους , δημιουργεί συνθήκες χρεωκοπίας.
Όμως το ξεπάγωμα των τριετιών, δεν λύνει το πρόβλημα βραχυπρόθεσμα καθώς δεν υπάρχει αναδρομικότητα. Δεν πρόκειται, οι εργαζόμενοι, να δουν αυξήσεις την 1Η Ιανουαρίου του 2024. Θα ξεκινήσει να μετρά η προϋπηρεσία τους ώστε στο μέλλον να έχουν αύξηση μισθού. Ειδικά οι νέοι εργαζόμενοι που μπήκαν στην αγορά εργασίας μετά την 14η Φεβρουαρίου του 2012, μόλις την 1η Ιανουαρίου του 2027 θα δουν αύξηση στο μισθό τους αφού τότε θα συμπληρώνουν την πρώτη τριετία τους. Οι αυξήσεις αφορούν αποκλειστικά όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, περίπου 600.000 εργαζομένους .
Οι υπόλοιποι δεν έχουν να περιμένουν κάτι. Μόλις 735.000 εργαζόμενοι υπάγονται σε κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, όταν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειοψηφία αμείβεται βάσει κλαδικών συμβάσεων.
Η κυβέρνηση επιμένει στα παντελώς ανεπίκαιρα triple -down economics, δηλαδή στο ότι αφού επωφεληθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πλούσιοι από την χαμηλή φορολόγηση και τα κίνητρα, θα οδηγηθούμε αυτομάτως σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξηση των επενδύσεων που θα τονώσει την απασχόληση και θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε αύξηση των μισθών. Το παραπάνω αξίωμα έχει προ πολλού διαψευσθεί πανηγυρικά και έχει εγκαταλειφθεί ακόμα και από τις χώρες που το εισήγαγαν ως βεβαιότητα και σταθερά της οικονομίας. Βέβαια η τετραετία που πέρασε απέδειξε τα ακριβώς αντίθετα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις αύξησαν κατακόρυφα την κερδοφορία ενώ οι πραγματικοί μισθοί έμειναν καθηλωμένοι.
Τα υπόλοιπα μέτρα ήταν το ξαναζεσταμένο φαγητό του καλοκαιριού. Πρώτη φορά Πρωθυπουργός εξήγγειλε μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί είτε από την κυβέρνηση του όπως οι αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων είτε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις όπως οι αυξήσεις στις συντάξεις που προβλέπονται κάθε χρόνο ανάλογα με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Μάλιστα το επίδομα προσωπικής διαφοράς που θα δοθεί σε όσους συνταξιούχους δεν θα δουν αύξηση, θα είναι κουτσουρεμένο σε σχέση με πέρυσι. Η αύξηση του Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος είχε ήδη αργήσει χαρακτηριστικά αφού δεν είχε πλέον καμία σχέση με τις ανάγκες που το κύμα ακρίβειας έχει δημιουργήσει.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να κινείται στα γνώριμα μονοπάτια των μικροπαροχών με το σταγονόμετρο, που όμως επικοινωνιακά παρουσιάζονται ως απέραντη γενναιοδωρία του Πρωθυπουργού. Η συγκεκριμένη πρακτική, σιγά σιγά, διαμορφώνει μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και χαμηλής αυτοπεποίθησης. Η πραγματικότητα όμως ούτε κρύβεται ούτε φτιασιδώνεται . Έστω και αργά εμφανίζεται και αποδεικνύεται.
(Ο Κώστας Δ. Τσουκαλάς είναι δικηγόρος)