Άνευ ουσίας και αξίας για όσους θέλουν να δανειοδοτηθούν ή για όσους δεν μπορούν να αντέξουν άλλο να πληρώνουν κάθε μήνα όλο και μεγαλύτερες τοκοχρεολυτικές δόσεις για να αποπληρώσουν τα δάνεια τους.
Είπε αόριστα και χωρίς καμιά λεπτομέρεια ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να υπάρξει παρέμβαση για να χορηγούνται δάνεια από μη τραπεζικά ιδρύματα και κυρίως δάνεια για απόκτηση στέγης, αλλά προφανώς αυτά τα λέει για να κατευνάσει την απογοήτευση ενίοτε και την οργή των επίδοξων δανειοληπτών ή και των απελπισμένων από τα υψηλά επιτόκια δανειοληπτών.
Και επειδή όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται, όπως λέει και η σοφή λαϊκή παροιμία, ο κ. Χατζηδάκης έσπευσε να δηλώσει ότι αυτό "δεν το κάνουμε για να έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας ούτε για να έχουμε επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο".
Είπε ακόμη για αξιοποίηση του προγράμματος "Ηρακλής, για ενίσχυση του πλαισίου διαφάνειας για τους servicers, την ενίσχυση της εφαρμογής «IRIS», αλλά την αποεπένδυση του ΤΧΣ (σικ!) .
Ας πιάσουμε το τελευταίο. Τι σημαίνει αποεπένδυση ΤΧΣ. Πως το Δημόσιο θα διαθέσει τα ποσοστά που κατέχει στις τράπεζες. Έτσι πολύ απλά δεν θα΄έχει καμία απολύτως δυνατότητα παρέμβασης για τα κακώς κείμενα. Θα πει κανείς και χρόνια τώρα που κυβερνά μήπως ακούμπησε καθόλου τους τραπεζίτες; Δίκιο έχει όποιος το πει. Όχι μόνο δεν τους ακούμπησε αλλά τους προστατεύει με νύχια και με δόντια και βέβαια και με το ακαταδίωκτο. Τους έχει δώσει από το 2019 πλήρη ασυλία από τις διώξεις των εισαγγελέων σε σχέση με το αδίκημα της απιστίας.
Το μόνο σημείο από τις εξαγγελίες Χατζηδάκη που έχει κάποια σημασία είναι η ενίσχυση της εφαρμογής «IRIS», καθώς προβλέπει τη μεταφορά χρημάτων μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών με μηδενικό κόστος για ποσά έως 500 ευρώ. Κάτι είναι και αυτό.
Η ουσία, όμως, παραμένει ότι για το «μάρμαρο» για τα ληστρικά επιτόκια και την τεράστια ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και επιτοκίων καταθέσεων ο κ. Χατζηδάκης δεν είπε κουβέντα. Λες και τα ζητήματα αυτά είναι ανύπαρκτα.
Οι πολίτες, όμως, που διατηρούν κάποιες ελπίδες να αγοράσουν δικό τους σπίτι, τις βλέπουν να εξανεμίζονται καθώς πλέον τα επιτόκια -τα σταθερά- που διαρκούν συνήθως από τρία έως πέντε χρόνια κινούνται λίγο κάτω από το 6%, ενώ όταν μετατρέπονται σε κυμαινόμενα ακόμη υψηλότερα.
Την ίδια ώρα τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν κάτω από τη μονάδα, με τους τραπεζίτες να χαμογελούν και τους καταθέτες να οργίζονται.