Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, γνωστής και ως «Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών». Η εν λόγω Συνθήκη ήρθε να τερματίσει τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, να οριστικοποιήσει τα σύνορα των δύο κρατών και να διευθετήσει το ζήτημα των πληθυσμών, οι οποίοι «δυσκόλευαν» το έργο αμφότερων των κυβερνήσεων για τη δημιουργία έθνους-κράτους με εσωτερική συνοχή και ομοιογένεια. Στην ουσία, ήταν μια προσπάθεια οριστικής διευθέτησης των ζητημάτων που προέκυπταν από τον ελληνικό αλυτρωτισμό και την τουρκική ανάγκη για ενότητα τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει και το μέλλον της Τουρκίας ήταν αβέβαιο.
Μετά την αποτυχία της Ελλάδας στον πόλεμο και τον όλεθρο που ακολούθησε στη Σμύρνη, η συνθηκολόγηση με την Τουρκία ήταν μονόδρομος. Από την άλλη, ήταν μια ευκαιρία για τον Κεμάλ να ενώσει και να περιχαρακώσει τα απομεινάρια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργώντας έτσι μια Τουρκία για τους Τούρκους και μια Ελλάδα για τους Έλληνες στο πλαίσιο του διάχυτου εθνικισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, όλοι οι Τούρκοι που διέμεναν σε ελληνικά εδάφη (Κρήτη, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη κ.α.) θα έπρεπε να μεταναστεύσουν, στο πλαίσιο του επαναπατρισμού στην Τουρκία, και αντιστοίχως όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα, Καππαδοκία κ.α.) θα έπρεπε να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Εξαίρεση αποτέλεσε η Δυτική Θράκη για τους μουσουλμάνους και η Κωνσταντινούπολη για τους Έλληνες (άρθρο 2, Περί ανταλλαγής πληθυσμών), οι οποίοι θα εγκατέλειπαν τις εστίες τους μόνο εφόσον εξέφραζαν την επιθυμία να το κάνουν. Οι δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες θα αντιμετωπίζονταν από το κάθε κράτος αντιστοίχως ως μειονότητες. Οι ανταλλαγές αυτές δημιούργησαν ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης από και προς την Τουρκία και την Ελλάδα αντίστοιχα, καθώς συνολικά εκτοπίστηκαν 1,5 εκατομμύρια Έλληνες και 500.000 μουσουλμάνοι.
Πέραν των εξαναγκαστικών μετακινήσεων που υπεγράφησαν, οι δύο χώρες συμφώνησαν σε ζητήματα όπως αυτό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, σε ζητήματα ασφάλειας, όπως αυτό της αποστρατιωτικοποίησης, αλλά και σε ζητήματα που αφορούσαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, τον σεβασμό των συνόρων και την αποζημίωση των πληθυσμών.
Από όλες αυτές τις διατάξεις το μόνο που εφαρμόστηκε κατά τρόπο οριστικό και ισχύει στο ακέραιο μέχρι και σήμερα είναι οι μετακινήσεις Ελλήνων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδας. Στο πέρασμα των χρόνων, τα νησιά ναι μεν με σαφήνεια κατοχυρώθηκαν στην κάθε χώρα, ωστόσο συχνά η Τουρκία αμφισβητεί τα συμφωνηθέντα, η αποστρατιωτικοποίηση έμεινε κενό γράμμα τόσο για την Τουρκία όσο και για την Ελλάδα, ιδίως μετά το τετελεσμένο της Κύπρου, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα συχνά γίνεται αντικείμενο κατάχρησης, ο σεβασμός των συνόρων είναι σχετικός (καθώς υπάρχει η διαφορά εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας, η οποία προέκυψε περίπου μια δεκαετία μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης), ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ανταλλαγών (Έλληνες και μουσουλμάνοι) δεν αποζημιώθηκε επαρκώς (ή και καθόλου) σε σχέση με τις περιουσίες και τα υπάρχοντα που άφησαν όταν εγκατέλειψαν τον τόπο τους.
Πρόκειται λοιπόν για μια Συνθήκη η οποία συχνά αμφισβητείται και καταπατάται, ιδίως όσο οι καιροί, οι ανάγκες και οι προτεραιότητες των κρατών αλλάζουν. Ωστόσο, θα ήταν καλό να έχουμε υπόψη ότι δεν παύει να είναι μια παγιωμένη συμφωνία, που, όσο κι αν φαίνεται αδύναμη στο σήμερα, δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί αποτελέσματα, θετικά και αρνητικά. Μια Συνθήκη η οποία είναι ελάχιστα πιθανό να αναθεωρηθεί, παρότι γίνεται συχνά επίκληση αυτού του ενδεχομένου, μια Συνθήκη που υπεγράφη και κυρώθηκε από οκτώ κυβερνήσεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία –τότε Βασίλειο της Σερβίας, Κροατίας και Σλοβενίας– και Τουρκία) και μια Συνθήκη η οποία αφήνει το περιθώριο στις δύο χώρες να έρθουν πιο κοντά, παραμερίζοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις αλυτρωτικές πολιτικές.
Μπορεί συχνά να βλέπουμε το δίκαιο του ισχυρού να επικρατεί στη διεθνή πολιτική, ωστόσο η ύπαρξη συμφωνιών και ενός πιο γενικευμένου κώδικα συμπεριφοράς δημιουργεί μια βάση επί της οποία μπορεί ένα κράτος να κινείται, να συνδιαλέγεται και να αποφασίζει. Αυτό ακριβώς προσφέρει μια Συνθήκη όπως αυτή της Λωζάνης: δημιουργεί το πλαίσιο της ειρήνης ως κάτι δεδομένο, ενώ μέχρι το 1923 δεν ήταν, για την ανάπτυξη των σχέσεων των δύο κρατών. Δυστυχώς βλέπουμε ότι η επιτυχία της Συνθήκης δεν είναι η αναμενόμενη. Παρ’ όλα αυτά, βάσει των συσχετισμών δυνάμεων της εποχής, γεγονός είναι ότι για εκατό χρόνια, παρά τις τριβές, τις προκλήσεις και τις εμπλοκές (διπλωματικές και όχι μόνο), δεν υπήρξε άλλος ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Για αυτόν το λόγο, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι ίσως η σημαντικότερη που έχει υπογραφεί μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ήταν μια αναγκαία Συνθήκη για την οριστική λήξη του πολέμου και τη μελλοντική συνεργασία των δύο κρατών. Αν και οι δεκαετίες που ακολούθησαν απέδειξαν ότι τα δύο κράτη βάσισαν σε αυτή τη Συνθήκη τα επιχειρήματα του ενός έναντι του άλλου, αντί να αποτελέσουν το χρονικό περιθώριο εκείνο ώστε να ωριμάσουν οι συνθήκες και να ευοδωθεί μια καλύτερη και εγγύτερη σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τα δύο κράτη απείχαν από τον πόλεμο και πάντα επικαλούνταν ως όριο στην όποια εμπλοκή αυτή τη Συνθήκη.
Συνεπώς, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης αποτέλεσε καταφύγιο και για τα δύο κράτη σε οριακές καταστάσεις, ενώ παράλληλα δυσκόλεψε εξαιρετικά την πιθανότητα του πολέμου. Η ενδεχόμενη αναθεώρησή της θα ήταν ένα ατελέσφορο έργο, το οποίο, βάσει των σημερινών συσχετισμών ισχύος αλλά και των επιδιώξεων των δύο χωρών, θα ήταν και σχεδόν αδύνατον να επιτευχθεί. Ακόμη περισσότερο, η διάλυση της Συνθήκης με πόλεμο, η οποία θα είχε ανυπολόγιστο κόστος και για τα δύο κράτη, θα αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα τεράστιο ρίσκο για τη διεθνή τάξη και ασφάλεια, το οποίο ούτε η Ελλάδα αλλά ούτε και η Τουρκία είναι σε θέση να αναλάβουν.
(Η Ηλέκτρα Νησίδου είναι Πολιτική Επιστήμονας ΜΑ Διεθνής & Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση & Πολιτική, ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 15ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ)