Τα προκαταρκτικά συμπεράσματα μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων της κυβέρνησης με το Διεθνές Νομισματικό ταμείο ναι μεν αναφέρουν ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έχουν βελτιωθεί, αλλά το ΔΝΤ εξακολουθεί να προτείνει μέτρα λιτότητας και μάλιστα σε μια εποχή που οι πολίτες αυτής της χώρας είναι περισσότερο από κάθε άλλο ευρωπαίο αντιμέτωποι με την ακρίβεια τόσο στα είδη διατροφής και ευρείας κατανάλωσης, όσο και στην ενέργεια.
Τι ζητάει λοιπόν με έμμονη ακόμη και τώρα το ΔΝΤ από την κυβέρνηση;
Πρώτον να σταματήσει κάθε σκέψη για αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο τομέα για να μην υπάρξει λέει δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια και η ακρίβεια το ΔΝΤ προτείνει στοχευμένες παροχές μόνο σε όσους βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση, προφανώς με την μορφή κάποιων επιδομάτων.
Η σκληρή αλήθεια –αλλά και ο μεγάλος φόβος- για τους Έλληνες είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρέσκεται στην επιδοματική πολιτική και ο κίνδυνος κάποια στιγμή –μιας και οι εκλογές είναι ακόμη μακριά- να υποκύψει στις πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ορατός.
Άλλωστε και οι αυξήσεις που έχουν αρχίσει να δίνονται από πέρυσι δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλές, ενώ ήδη έχουν στην κυριολεξία αφανιστεί από την αλματώδη άνοδο των τιμών. Άλλωστε όλες οι διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι στην χώρα μας ακόμη και όταν δόθηκαν ονομαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, το πραγματικό εισόδημα των πολιτών μειώθηκε κατά περίπου 8% λόγω του πληθωρισμού.
Ένα δεύτερο εξ ίσου εξοντωτικό μέτρο που προτείνει το Διεθνές Νομισματικό ταμείο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η αύξηση των φόρων στα καύσιμα, με την δικαιολογία ότι έτσι θα ενισχυθεί δήθεν η πράσινη ανάπτυξη. Και η πρόταση αυτή του ΔΝΝΤ γίνεται όταν στην Ελλάδα επιβάλλονται οι υψηλότεροι από όλη την Ευρώπη ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα, ενώ και ο ΦΠΑ είναι της υψηλότατος της τάξης του 24%, με γνωστό το αποτέλεσμα η χώρα να έχει από τις υψηλότερες τιμές καυσίμων στην Ευρώπη.
Υπάρχουν και πολλά άλλα ανησυχητικά, όπως για παράδειγμα τα εύσημα που δίνει το ΔΝΤ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την «μεταρρύθμιση» στην αγορά εργασίας, δηλαδή για την πλήρη αποδιοργάνωση της, όπως και στις τράπεζες για την βελτίωση των ισολογισμών τους, που βέβαια οφείλεται στα απαράδεκτα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων από την μια και από τα επίσης απαράδεκτα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων από την άλλη, αλλά και τις πάμπολλες και ακριβές χρεώσεις τραπεζικών εργασιών ακόμη και όταν γίνονται ηλεκτρονικά, καθώς οι απολύσεις και οι μειώσεις προσωπικού στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι στην ημερήσια διάταξη.
Κάνει πάντως και κάποιες αντικειμενικές παρατηρήσεις –δυσάρεστες βέβαια- το ΔΝΤ, όπως ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω της σημαντικής αύξησης των επιτοκίων, του επίμονου δομικού πληθωρισμού και της αύξησης των τιμών των ακινήτων.
Καθώς επίσης σημειώνει ότι παρατηρούνται χαμηλές αποταμιεύσεις νοικοκυριών και χαμηλές ακόμη επενδύσεις.
Σε κάθε περίπτωση η χώρα μάλλον εξακολουθεί να παραμένει «όμηρος» του ΔΝΤ.