Το έτος κλείνει με την ιστορική, γεωπολιτική επιλογή που έκαναν την περασμένη εβδομάδα οι (26) ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση τους για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και ανακήρυξη ως υποψήφιας για ένταξη χώρας της Γεωργίας. Τα ερωτήματα πολλά. Το πρώτο είναι εάν όντως θα γίνει κάποια μέρα η ένταξη των χωρών αυτών ως πλήρη μελών και δεύτερον, εάν μπορεί να αντέξει η Ένωση μια νέα διεύρυνση σε 35 ή και 37 κράτη μέλη; Ως προς το πρώτο ερώτημα, η έναρξη των διαπραγματεύσεων δεν σημαίνει καθόλου ότι θα καταλήξουν και σε ένταξη ιδιαίτερα για μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα η διαπραγματευτική διαδικασία είναι μακρόσυρτη. Μπορεί να διαρκέσει δέκα ή και περισσότερα χρόνια, να παγώσει (περίπτωση Τουρκίας) ή να επιβραδυνθεί ( Δ. Βαλκάνια) καθώς «συνοδεύεται» ούτε λίγο ούτε πολύ από 70 περίπου βέτο (απαιτεί ομοφωνία σ’ όλα τα στάδιά της) που μπορεί να ασκήσει κάθε κράτος μέλος για λόγο σχετικό ή άσχετο με τις προϋποθέσεις ένταξης. Και εάν υπάρξει τελικά Πράξη Προσχώρησης θα πρέπει να επικυρωθεί από κοινοβούλια ή μέσω δημοψηφισμάτων με αβέβαιη έκβαση. Η Ουκρανία συγκεντρώνει σήμερα την υποστήριξη των Ευρωπαίων πολιτών για ένταξη αλλά κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποιες θα είναι οι διαθέσεις της κοινής γνώμης σε δέκα χρόνια.
Αλλά εάν παρά ταύτα όλα πάνε καλά, θα αντέξει η Ένωση μια νέα διεύρυνση; Όχι απαντά εμμέσως η ηγεσία της ΕΕ. Με τη σημερινή θεσμική διάρθρωση, διαδικασίες λήψης αποφάσεων, προϋπολογισμό και πολιτικές η ΕΕ δεν αντέχει νέα προσθήκη μελών. Θα διαλυθεί ως υπερεθνική οντότητα και πολιτικό σύστημα. Θα μετατραπεί σε μια χαλαρή οργάνωση κρατών «χωρίς πολιτική ψυχή » και προοπτική Ευρωπαϊκής κυριαρχίας ή στρατηγικής αυτονομίας. Γι’ αυτό ακριβώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, παράλληλα με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις αποφάσισε ως προϋπόθεση και το άνοιγμα της διαδικασίας «εσωτερικών μεταρρυθμίσεων» με στόχο να διασφαλίσει (α) την ικανότητα της Ένωσης να ενεργεί, (β) την αποτελεσματική λειτουργία των οργάνων της και (γ) την προσαρμογή προϋπολογισμού και πολιτικών. Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται κυρίως την εγκατάλειψη της ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων (με τη διασφάλιση των γνησίως ζωτικών συμφερόντων των κρατών μελών). Και προϋποθέτουν την αναθεώρηση των Συνθηκών, αναθεώρηση όμως που εγκυμονεί κινδύνους και που απορρίπτεται από μεγάλη ομάδα κρατών μελών. Ως εκ τούτου η εσωτερική μεταρρύθμιση ενδεχομένως να μην μπορέσει να υλοποιηθεί με συνέπεια είτε τη ματαίωση της διεύρυνσης (με όλες τις γεωπολιτικές επιπτώσεις) ή την πραγματοποίηση της μεν αλλά με εγκατάλειψη του πολιτικού υπερεθνικού χαρακτήρα της ΕΕ, της γεωπολιτικής Ευρώπης της διολίσθησης σε Ένωση ομόκεντρων κύκλων, κλπ. Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να έχει μπει σ’ ένα ναρκοπέδιο προκλήσεων για τα επόμενα χρόνια που είναι άγνωστο που την οδηγούν. Και μπαίνει σ’ αυτό τον νέο ιστορικό κύκλο με την πιο αδύνατη πολιτική ηγεσία εδώ και χρόνια και την προοπτική επέλασης της αντι-ευρωπαικής ακροδεξιάς στις επικείμενες ευρωεκλογές.
(Ο καθηγητής Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ και research assistant του LSE -Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα")