Το βράδυ της Τετάρτης ολοκληρώθηκε η συνάντηση ECOFIN που κατέληξε σε συμφωνία για το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Όπως φαίνεται – άλλωστε είναι ακόμα νωρίς για λεπτομέρειες – επικράτησε η «ευέλικτη» πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έναντι της «σκληρής» Γερμανικής γραμμής. Η διαμάχη δεν αφορούσε τα γενικά όρια του 3% για το έλλειμμα και του 60% για το χρέος, που θεωρούνταν ούτως ή άλλως δεδομένα, αλλά τη διαδικασία προσαρμογής κάθε χώρας που αποκλίνει από αυτά τα γενικά όρια. Αυτό που συμφωνήθηκε είναι πως κάθε χώρα θα σχεδιάζει μόνη της τη διαδικασία προσαρμογής και θα την υποβάλλει στην Επιτροπή, η οποία θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει κατά περίπτωση. Οι μόνοι ποσοτικοί στόχοι αφορούν τη μάλλον χαλαρή πρόνοια για ετήσια μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα στις χώρες με υψηλό χρέος (>90%).
Όμως το σημείο που έτυχε μεγαλύτερης προσοχής στη χώρα μας είναι η ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών. Συνοπτικά, προβλέπεται πως όταν η απόκλιση μιας χώρας από τους δημοσιονομικούς στόχους οφείλεται στην αύξηση των «επενδύσεων στην άμυνα», δηλαδή στην αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, θα θεωρείται εν μέρει δικαιολογημένη. Αυτό χαιρετίστηκε ως εθνική επιτυχία και οι πρώτες ανακοινώσεις εκφράζουν την ικανοποίηση της κυβέρνησης. Η αντιδημοφιλής μου γνώμη είναι πως δεν πρόκειται για καλή ιδέα, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας που, ας σημειωθεί, το 2021 και το 2022 ήταν πρώτη μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ σε αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, πάνω από τις Η.Π.Α. και υπερδιπλάσιες από την Τουρκία.
Καταρχήν, ανεξάρτητα την ειδική τους μεταχείριση, οι αμυντικές δαπάνες παραμένουν δαπάνες που πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο και επιβαρύνουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος. Η πολιτική διευκόλυνσή τους συσκοτίζει αυτό το στοιχείο και δημιουργεί την (εσφαλμένη) εντύπωση ότι κοστίζουν λιγότερο.
Η προφανής συνέπεια είναι η στρέβλωση των κινήτρων των κυβερνήσεων. Κάθε υπουργείο οικονομικών θα αισθάνεται πιο άνετα να ξοδέψει ένα ευρώ σε εξοπλισμούς παρά σε οτιδήποτε άλλο ενώ, με το ίδιο σκεπτικό, οι αρμόδιοι στρατιωτικοί θα έχουν περιθώρια να διεκδικούν περισσότερα εξοπλιστικά προγράμματα και να κάμπτουν ευκολότερα τις όποιες αντιρρήσεις του. Ο πολιτικά ασφαλέστερος τρόπος να ξοδέψει κανείς δημόσιο χρήμα είναι αγοράζοντας όπλα.
Όμως δεν είναι ο παραγωγικότερος τρόπος. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Ελλάδα δεν έχει ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία κι επομένως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εξοπλισμών είναι εισαγωγές. Όσο κι αν συνεισφέρουν στην αμυντική θωράκιση της χώρας, δεν αυξάνουν το ΑΕΠ, την απασχόληση ή το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες, όπως όλοι οι κανόνες, δεν είναι γραμμένοι σε πέτρα. Καλό είναι να αλλάζουν και να προσαρμόζονται στις ανάγκες της κάθε εποχής και, σε γενικές γραμμές, το δημοσιονομικό πλαίσιο που συμφωνήθηκε είναι οπωσδήποτε βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο (δύσκολα θα γίνονταν χειρότερο). Όμως η δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι ζήτημα σκληρών αριθμών και όχι πολιτικής διαπραγμάτευσης. Η ιστορία είναι γεμάτη από κράτη που χρεοκόπησαν, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ακριβώς επειδή επένδυσαν στη στρατιωτική τους ισχύ περισσότερα από όσα επέτρεπαν οι οικονομικές τους δυνατότητες. Ενίοτε με την ανοχή των συμμάχων τους.
(Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι Επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην Συντονιστής Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)