Χθες, ήταν ακόμη μια εξαιρετικά δύσκολη ημέρα για τον πρωθυπουργό και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, καθώς είχε να αντιμετωπίσει ένα διπλό πρόβλημα.
Αρχικά το ήθος και τις αλαζονικές πρακτικές ενός βουλευτή και πρώην υπουργού του, του Λευτέρη Αυγενάκη, ο οποίος ανήκε –τουλάχιστον μέχρι χθες- στους «ευνοούμενους» του καθώς απολάμβανε ιδιαίτερης μεταχείρισης και προνομίων, σε σχέση με τις δυνατότητες και τα αποτελέσματα των θέσεων ευθύνης που τους είχε αναθέσει.
Ο κος Αυγενάκης λοιπόν μετά την απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντι σε εργαζόμενο του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος βρίσκεται με το ενάμιση πόδι εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, όχι πάντως με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού όπως επιχείρησε να περάσει η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά λόγω της άμεσης και σκληρής αντίδρασης σύσσωμης της αντιπολίτευσης.
Και εδώ ενέσκηψε το πραγματικό πρόβλημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο «ευνοούμενος» του Λευτέρης Αυγενάκης, στην κυριολεξία τον «γείωσε» και με δήλωση του ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να παραδώσει την κοινοβουλευτική του έδρα, την οποία θεωρεί δικό του «κτήμα» και όχι του κόμματος του, αμφισβητώντας έτσι ευθέως τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η στάση αυτή του Λευτέρη Αυγενάκη έρχεται μόλις μια μέρα μετά την απαξιωτική κριτική που δέχτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τους τελευταίους δυο προέδρους της ΝΔ και πρωθυπουργός Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, ενώ είχε προηγηθεί και η σκληρή κριτική από βουλευτές της ΝΔ, όπως ο Μάριος Σαλμάς, ο Νικήτας Κακλαμάνης και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης κατά τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ.
Τα πολύ δύσκολα ήδη έχουν αρχίσει για τον Κυριάκο Μητσοτάκη που πλέον δείχνει να μην μπορεί να πείσει ούτε τους βουλευτές του, για τις πολιτικές του επιλογές και τις πρακτικές του, με τους αμφισβητίες των ικανοτήτων του να πληθαίνουν και μέσα στο ίδιο του το κόμμα, αλλά και να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο στην κοινωνία που βλέπει κάθε μέρα τα προβλήματα να διογκώνονται αντί να επιλύονται.
Γιατί τα μεγάλα λόγια και οι πολτικάντικες πρακτικές των επισκέψεων στους χώρους των μεγάλων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα των νοσοκομείων, πλέον δεν πείθουν τους σκεπτόμενους πολίτες, ότι συνεισφέρουν στη επίλυση των καθημερινών μεγάλων προβλημάτων τους.
Η αμφισβήτηση ξεκίνησε και από τα «ψηλά» και από τα «χαμηλά».