Αλλά η χθεσινή απόφαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου να βάλει στο αρχείο την υπόθεση των υποκλοπών, μπορεί να αποδειχτεί και η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι της αποστροφής της κοινωνίας ‘όχι μόνοι από την πολιτική, αλλά και προς το τελευταίο «αποκούμπι» κάθε πολίτη αυτό της Δικαιοσύνης.
Γεγονός, όμως, παραμένει, ότι παρά την σωρεία των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων για το σκάνδαλο των υποκλοπών, με ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, μπήκε ταφόπλακα στη δυσώδη υπόθεση που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη αλλά και τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Κατά την κα εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».
Όλα λοιπόν καλά και ωραία για την κυβέρνηση και τα στελέχη της. Αθώοι και με τη βούλα του Αρείου Πάγου που διαπίστωσε ότι για τις υποκλοπές προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» για τέσσερις ιδιώτες θα οδηγηθούν σε δίκη και αυτοί για απλά πλημμελήματα.
Το «αναντίλεκτα» της ανακοίνωσης του Α.Π., όμως, μάλλον ταιριάζει στο ότι οι πολίτες έτσι χάνουν κάθε πίστη τους στη Δικαιοσύνη, που εμφανίζεται πράγματι τυφλή όχι για να επιβάλλει δικαιοσύνη, αλλά ακριβώς το αντίθετο γιατί δεν θέλει να δει τους πραγματικούς ενόχους.
Και αυτό το είπαν ξεκάθαρα, μετά την γνωστοποίηση της απόφασης του Α.Π. να βάλει στο αρχείο το σκάνδαλο των υποκλοπών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Μιλώντας στη Βουλή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, θύμα των υποκλοπών και απευθυνόμενος στην κυβέρνηση, έδωσε τη σωστή διάσταση του ζητήματος όπως εξελίχθηκε, καταγγέλλοντας πως : «Η προσπάθεια να κρύψετε τις ευθύνες του Μαξίμου και του βαθέος κράτους έχουν επιμολύνει τις συντεταγμένες εξουσίες της χώρας. Πρώτα επιμόλυνε το Μαξίμου τις μυστικές υπηρεσίες και τώρα επιμολύνει και τη Δικαιοσύνη. Αυτή είναι η πραγματικότητα».
Και πρόσθεσε ο Ν. Ανδρουλάκης ότι «η υπόθεση των υποκλοπών είναι διπλό σκάνδαλο: σκάνδαλο παρακολούθησης και σκάνδαλο συγκάλυψης» και πρόσθεσε ότι δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η συγκάλυψη «θα λάμβανε τέτοιες αποτρόπαιες διαστάσεις».
Και ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος στο ίδιο μήκος κύματος τόνισε πώς «Δυστυχώς η εξέλιξη αυτή (να θέσει ο Α.Π. στο αρχείο την υπόθεση) θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη», και θα οδηγήσει στην «υποβάθμιση» της Δημοκρατίας.
Και οι απόψεις αυτές βέβαια απηχούν το περί κοινού δικαίου αίσθημα της κοινωνίας που δεν μπορεί να πειστεί πως αποδίδεται Δικαιοσύνη όταν αποδεδειγμένα έχει γίνει συντονισμένη προσπάθεια να παγιδευτούν με παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό τα τηλέφωνα πολιτικών, υπουργών, ανώτατων αξιωματικών, δικαστών, επιχειρηματιών και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας κρίνει ότι αυτό είναι ένα παράπτωμα κάποιων ιδιωτών που θα αντιμετωπιστεί σε επίπεδο πλημμελήματος.
Η λάθος εκτίμηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σ’ αυτή την υπόθεση είναι πως μετά την απόφαση του Α.Π. «καθάρισε». Μέγα σφάλμα. ‘Ένα δικαστικό πόρισμα έστω και σε ανώτατο επίπεδο δεν μπορεί να πνίξει τη δυσωδία του σκανδάλου των υποκλοπών.
Αντίθετα προκαλεί τεράστιο ζήτημα για την κοινωνία που πλέον διαπιστώνει ότι τα πάντα μπορούν να «κουκουλωθούν» και χάνει και τα τελευταία ψήγματα εμπιστοσύνης στους θεσμούς και εν τέλει στην ίδια την πολιτική.