Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει την Ευρώπη είναι το πώς θα εξασφαλίσουμε ότι η ψηφιακή μετάβαση και η μετάβαση σε ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον θα αφορά ολόκληρη την κοινωνία ώστε, να γίνει πράξη το σύνθημα της Ε.Ε. «κανείς να μην μείνει πίσω». Πώς θα διασφαλίσουμε ότι τα ψηφιακά εργαλεία θα διαδοθούν, θα «φτάσουν» σε όλα τα νοικοκυριά, σε όλους τους πολίτες, καθώς και στο σύνολο της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Αν η μετάβαση αφορά και εμπλέξει τελικά μόνο λίγες εταιρείες, που μπορεί να παρέχουν αξιόπιστα συμβόλαια ψηφιακών τεχνολογιών αλλά θα τα οφέλη και η καινοτομία θα μείνει μόνο σε αυτές, τότε η ελληνική παραγωγική βάση θα κινδυνεύσει από αποκλεισμό και η Ελλάδα από καθυστέρηση.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να δοθεί σε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας η δυνατότητα πρόσβασης στα εργαλεία της ψηφιακής μετάβασης αλλά και πρόσβασης και στην ενεργειακή μετάβαση. Τα έως τώρα δεδομένα δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Το κόστος των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και των δεδομένων είναι πολύ υψηλό, όπως υψηλό είναι το ενεργειακό κόστος στη χώρα μας και ειδικά το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας τα τελευταία δύο χρόνια.
Μετά από τις μεγάλες αυξήσεις το Σεπτέμβριο του 2019, γίναμε δυστυχώς μάρτυρες φαινομένων αισχροκέρδειας στην ενέργεια το πρώτο εξάμηνο του 2020 όπου, ενώ η χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας είχε καταρρεύσει, οι προμηθευτές πουλούσαν σε τιμή λιανικής που ήταν ακόμη και τέσσερις (4) φορές πάνω από τη χονδρική. Τα προβλήματα όμως συνεχίστηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 2020 που ξεκίνησε η εφαρμογή του target model με την ανοχή της κυβέρνησης στη δημιουργία καρτέλ και σε «παιχνίδια» εκατομμυρίων στην αγορά εξισορρόπησης. Τη χειραγώγηση των τιμών ηλεκτρισμού στη νέα αγορά έχουν καταγγείλει και εκπρόσωποι ενεργοβόρων βιομηχανιών. Είναι προφανές ότι τίθενται σοβαρά ζητήματα ανταγωνισμού.
Θα ήθελα να επισημάνω επιπλέον, κάτι που διέπει όλες σχεδόν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τη σημασία της συμμετοχής της κοινωνίας και των παραγωγικών φορέων στο σχεδιασμό πολιτικών για την ψηφιακή και την ενεργειακή μετάβαση ώστε να κανένας να μην μείνει πίσω. Ενώ δηλαδή η συμμετοχή θα έπρεπε να είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του σχεδιασμού στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ούτε η Ελληνική Βουλή δεν είναι ενήμερη για το τελικό Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που έχει καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η κυβέρνηση ΝΔ.
Η κυβέρνηση περιορίστηκε στο να μάς παρουσιάσει τους άξονες και μία «περίληψη» του Σχεδίου ενώ, παράλληλα, το πολύ μεγάλο κομμάτι των δανείων που ξεπερνούν τα δώδεκα (12) δισ. ευρώ παραμένει «μαύρο κουτί» για την ελληνική Βουλή, την ελληνική κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις. Βαρύνουσα σημασία έχει φυσικά και η διαφάνεια στη διαδικασία σχεδιασμού αλλά και στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ και να σημειώσω τις σοβαρές ανησυχίες που μάς έχει προκαλέσει η πρόσφατη Σύμβαση της κυβέρνησης ΝΔ με την Ελληνικός Χρυσός. Η Σύμβαση αυτή έχει αποικιοκρατικό χαρακτήρα, περιορίζει ακόμα και την εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου της Ε.Ε. και συνεπώς αποτελεί ένα μοντέλο που δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθεί η Ελλάδα. Η σύμβαση αυτή δεν μας δίνει ευοίωνα μηνύματα όσον αφορά τους κανόνες και τους όρους ανταγωνισμού και τη διαφάνεια στη σχέση πολιτείας-επιχειρηματικότητας στη χώρα μας και θέτει σοβαρά ερωτήματα για την πορεία και την αποτελεσματικότητα της ανάκαμψης.
Παρακολουθείστε την παρέμβαση εδώ