Συνέντευξη του Γιάννης Στουρνάρας στο mononews και την Ελευθερία Αρλαπάνου
Πόσο μακρινός είναι ο κίνδυνος μιας κλιματικής κρίσης; Πως μπορούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να μεταμορφώσουν αυτή την κρίση σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να ηγηθούν των εξελίξεων; Πόσο ισχυρός είναι ο αντίκτυπος στις ευρωπαϊκές τράπεζες και γιατί οδεύουμε σε ένα σενάριο που ότι δεν είναι πράσινο δεν θα «πουλάει» και δεν θα αγοράζεται;
Απαντήσεις εν όψει των μεγάλων αλλαγών που δρομολογούνται παγκοσμίως στις αγορές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής δίνει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο mononews.
Όπως, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει η πράσινη πολιτική, βασική προτεραιότητα στην ΕΕ , παρέχει στην Ευρώπη την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στην παγκόσμια σκηνή δημιουργώντας ταυτόχρονα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και για την ευρωπαϊκή βιομηχανία ενώ οι επιχειρήσεις της ΕΕ μπορούν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της καινοτομίας και να γίνουν βασικοί προμηθευτές τεχνολογίας – υλικών και πάροχοι υπηρεσιών.
Αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Γιάννη Στουρνάρα στην Ελευθερία Αρλαπάνου:
– Κλιματική αλλαγή. Μία αληθινή «τραγωδία των κοινών» που μας πλησιάζει ταχύτερα από ότι ίσως πιστεύουμε;
– «Παρά το ότι έχουν μεσολαβήσει σχεδόν 190 χρόνια από το 1833 που ο Βρετανός οικονομολόγος William Forster Lloyd, εξέτασε ως υποθετικό παράδειγμα την περίπτωση μιας κοινής έκτασης γης (“common”) που χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος από πολλούς κτηνοτρόφους, μια συνηθισμένη πρακτική στη Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία, και έδειξε τις επιπτώσεις στο κοινό αυτό αγαθό από την ανεξέλεγκτη βόσκηση, η ουσία εκείνης της παρατήρησης είναι σαφώς στην καρδιά του σημερινού προβληματισμού για την κλιματική αλλαγή. Μόνο που σήμερα, δεν μιλάμε για ένα πείραμα σε μια γωνιά της γης και εμπειρικές μετρήσεις επιστημόνων, αλλά για μια πραγματική πρόκληση με τεράστιο ρίσκο για την παγκόσμια οικονομία, που απαιτεί λύσεις και δράση.
Στην Τράπεζα της Ελλάδας έχουμε υπολογίσει πως, στο σενάριο της μη-δράσης, το κόστος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα μπορεί να φτάσει στα 700 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2100, μιλάμε δηλαδή για ένα κόστος που ισοδυναμεί με σχεδόν 3,5 φορές το ελληνικό ΑΕΠ. Πρόκειται για μια γιγαντιαία πρόκληση, καθόλου θεωρητική, με σοβαρές οικονομικές, υγειονομικές, κοινωνικές και επιχειρηματικές προεκτάσεις, που αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μεγάλο πρόβλημα και για τις επόμενες γενιές.
Εάν μιλήσουμε αμιγώς από τη σκοπιά της οικονομικής ανάλυσης, η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία της αγοράς όλων των εποχών. Είναι λοιπόν σαφώς μια “τραγωδία των κοινών”, αλλά και μια “τραγωδία ορίζοντα”, δεδομένου ότι οι συνέπειές της εκδηλώνονται σε μια χρονική περίοδο που υπερβαίνει το συνήθη ορίζοντα των αποφάσεων των επενδυτών, των τραπεζών και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής»
– Πριν λίγες μέρες η κ. Λαγκάρντ αναφέρθηκε στην ανάγκη να αναπτύξει η Ευρώπη μία «πράσινη» ένωση κεφαλαιαγορών ώστε να υπάρχουν κεφάλαια για την υλοποίηση βιώσιμων επενδύσεων και ένα σημείο αναφοράς για τους επενδυτές που εκδίδουν «πράσινα» ομόλογα». Θα ρωτούσε κάποιος γιατί βλέπουμε τις κεντρικές τράπεζες να δίνουν έναν τόνο ακόμη μεγαλύτερου επείγοντος στην ανάληψη δράσης;
– Η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απαιτεί παγκόσμιες πρωτοβουλίες, επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη πολιτικής. Είναι φυσικό λοιπόν, οι κεντρικές τράπεζες, και ειδικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμβάλλουν, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και του καταστατικού τους, ώστε να ενθαρρύνουν την αναγκαία στροφή στην λεγόμενη πράσινη οικονομία. Καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των εκδόσεων νέων πράσινων ομολόγων προέρχεται από ευρωπαϊκά κράτη, τράπεζες και επιχειρήσεις, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε αυτό το γεγονός και να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς κεφαλαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ούτως ή άλλως αποτελεί σημαντικό αυτοτελή στόχο μας.
Προς την ίδια εξάλλου κατεύθυνση, ένας θετικός αντίκτυπος της πανδημίας είναι και οι συνθήκες κοινής δημοσιονομικής και νομισματικής δράσης που δημιουργήθηκαν, ένα σημαντικό βήμα προς μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική, ένωση. Ειδικά σήμερα, σχεδόν ένα χρόνο μετά την επίσημη ανακήρυξη της πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, χρειάζεται να ενταθεί η προσπάθεια για μία βιώσιμη ανάπτυξη μέσα από την παράλληλη αντιμετώπιση της κλιματικής και της υγειονομικής κρίσης.
Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν μια μοναδική ευκαιρία, μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) να θέσουν τις χώρες τους σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά, δημιουργώντας οικονομικές ευκαιρίες, μειώνοντας τη φτώχεια και τις ανισότητες και βελτιώνοντας την υγεία όλων των πολιτών, αλλά και του πλανήτη. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι μία πρόκληση παγκοσμίων διαστάσεων και απαιτεί υψηλές επενδύσεις. Δεν μπορείς όμως να πατήσεις ένα κουμπί και όλες οι πολιτικές να είναι συντονισμένες προς μία κατεύθυνση, ούτε μπορείς μέσα σε μια μέρα να βάλεις στην άκρη πρακτικές, συνήθειες και νοοτροπίες δεκαετιών. Οι αγορές δεν λειτουργούν ακόμα όσο αποτελεσματικά θα έπρεπε όσον αφορά την τιμολόγηση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή, και, ως συνέπεια, δεν παρέχουν τα αναγκαία επενδυτικά κίνητρα για ‘πράσινες’ επενδύσεις, ούτε τα αντικίνητρα για επιβλαβείς για το περιβάλλον επενδύσεις.
Oι νομισματικές αρχές και οι αρχές εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κυρίως δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο, ενσωματώνοντας τους περιβαλλοντικούς κινδύνους στα υποδείγματά τους και στις παραμέτρους νομισματικής πολιτικής, καταδεικνύοντας τη σημασία των κινδύνων που συνδέονται με το κλίμα και το περιβάλλον, ενθαρρύνοντας και κινητροδοτώντας τη σωστή μέτρηση, δημοσιοποίηση και αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων. Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες, μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μέσα από την διαχείριση των ιδίων διαθεσίμων τους, και ήδη οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος έχουμε συμφωνήσει σε μία κοινή στάση ώστε να επενδύουμε πιο «πράσινα».
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ασχολήθηκε και ασχολείται συστηματικά με το θέμα. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) και συνεχίζει να συμβάλλει με τις δράσεις της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος. Στόχος μας είναι η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από τη μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών. Ο βασικός βέβαια ρόλος στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ανήκει στις κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις, κυρίως μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων, των μεταρρυθμίσεων που προωθούν αλλά και των επενδυτικών τους προγραμμάτων, υποστηρίζουν και ενσωματώνουν στις αποφάσεις τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς στόχους.
Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κατευθύνει το 1/3 περίπου των 750 δισεκ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) στη δράση για το κλίμα, την πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση ενέργειας και το περιβάλλον, είναι μια μοναδική ευκαιρία, όπως ήδη ανέφερα, τόσο για την συμβολή στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων όσο και για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
– Και μπορεί όμως να αποτρέψει κάποιος το φαινόμενο των free rider; Αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρώπη η πράσινη πολιτική όσο και για άλλες μεγάλες δυνάμεις στον κόσμο; Θα μπορούσε η Ευρώπη να κερδίσει αυτό το στοίχημα και να ηγηθεί με μεγάλα οφέλη ανταγωνιστικότητας για τις επιχειρήσεις της;
– Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για να αναφερθούμε σε κάτι συγκεκριμένο, συνιστά παγκόσμιο δημόσιο αγαθό, ωφελεί όλες τις χώρες, ενώ το κόστος της μείωσης το επωμίζονται μόνον οι χώρες εκείνες που ανταποκρίνονται και υιοθετούν προγράμματα μείωσης των εκπομπών τους. Το γεγονός αυτό δίνει μεν κίνητρα για την ανάληψη συλλογικής δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, παράλληλα όμως δημιουργεί κίνητρα εκμετάλλευσης των ωφελειών από αυτούς που δεν αναλαμβάνουν δράση, όπως πολύ σωστά αναφέρατε το “free-rider problem”, και δυσκολίες συμμόρφωσης με τις διεθνείς κλιματικές συμφωνίες.
Επιπλέον, καθώς μεγάλο μέρος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα το υποστούν οι μελλοντικές γενιές, η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι βασικά ζητήματα της διεθνούς πολιτικής για την κλιματική αλλαγή. Ανακύπτουν ηθικά ζητήματα όσον αφορά το πώς κατανέμεται το διαθέσιμο υπόλοιπο των εκπομπών άνθρακα, πώς εφαρμόζεται η αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” και πώς μπορεί να δεσμευθεί η σημερινή γενιά να διαφυλάξει το περιβάλλον προς χάριν των επερχόμενων. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν καθοριστικό ρόλο οι διεθνείς συμφωνίες, και ειδικά φέτος αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Kλίμα το Νοέμβριο στη Γλασκώβη (COP26), μετά και την επανένταξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στη Συμφωνία των Παρισίων.
Πέρα από κινδύνους, η κλιματική αλλαγή αναδεικνύει και ευκαιρίες. Ευκαιρίες επανεκκίνησης των οικονομιών με ένα βιώσιμο πρόσημο, όπως αυτό που υλοποιεί τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από τη στρατηγική για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU). Η πράσινη πολιτική είναι προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και παρέχει στην Ευρώπη την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στην παγκόσμια σκηνή δημιουργώντας ταυτόχρονα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι επιχειρήσεις της ΕΕ μπορούν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της καινοτομίας και να γίνουν βασικοί προμηθευτές τεχνολογίας και υλικών και πάροχοι υπηρεσιών. Οι καινοτομίες που υιοθετούνται και αναπτύσσονται από την ευρωπαϊκή βιομηχανία μπορούν να εφαρμοστούν σε πολλούς τομείς παγκοσμίως, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα κτίρια, οι μεταφορές, η βιομηχανία και η γεωργία.
– Οι τράπεζες παγκοσμίως πώς επηρεάζονται και πώς μπορούν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση;
– «Η έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, όπως για παράδειγμα τα περιουσιακά στοιχεία υψηλής έντασης άνθρακα ή επενδύσεις ευάλωτες σε ακραία καιρικά φαινόμενα, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της ΕΚΤ για τους κλιματικούς κινδύνους, υπολογίζεται πως το ένα τρίτο των τραπεζικών δανείων της Ευρωζώνης που έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις είναι έως ένα βαθμό εκτεθειμένα σε κλιματικούς κινδύνους. Οι κίνδυνοι ενδέχεται να αυξηθούν όσο δεν μετριάζεται το φαινόμενο της μεταβολής του κλίματος και όσο εμείς δεν προσαρμόζουμε τη δραστηριότητά μας και δεν μειώνουμε την έκθεση αυτή. Άρα θα πρέπει να συστηματοποιηθεί η μελέτη του κλιματικού κινδύνου και να δημιουργηθεί το πλαίσιο και τα εργαλεία για το μετριασμό αυτού του κινδύνου, μέσα από την κατεύθυνση κεφαλαίων σε βιώσιμες επενδύσεις, με σωστή στοχοθεσία και διαφάνεια.
Από την άλλη, πέρα από τη διαχείριση του κινδύνου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να συμβάλλουν θετικά μέσα από τις δικές τους δραστηριότητες αλλά και μέσα από τη σχέση τους με άλλους οικονομικούς κλάδους και καταναλωτές. Ειδικότερα, ο τραπεζικός τομέας με την εφαρμογή υπεύθυνων επιχειρησιακών πρακτικών αλλά και μέσα από την υιοθέτηση των Αρχών της Υπεύθυνης Τραπεζικής του ΟHE (UNEP FI Responsible Banking Principles) μπορεί να θέσει αρχές αειφορίας και να κατευθύνει κεφάλαια σε δράσεις που συνεισφέρουν θετικά στην βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εξίσου σημαντικό και πάλι να τεθούν πρότυπα διαφάνειας ώστε οι τράπεζες να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον.»
– Θα λέγατε πως σε λίγα χρόνια ότι δεν είναι «πράσινο» είτε είναι ομόλογο είτε είναι μετοχή εταιρείας δεν θα «πουλάει» και δεν θα αγοράζεται; Θα δούμε τα κριτήρια αξιολόγησης όπως για παράδειγμα εκείνα των οίκων αξιολόγησης να μεταβάλλονται πιο σύντομα από ότι νομίζουμε;
– Δεν είναι καθόλου απίθανο ένα τέτοιο σενάριο και ήδη οι σχετικές εξελίξεις δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, όπως ανέφερα και προηγουμένως, στο Ευρωσύστημα προτιμώνται οι «πράσινες» από τις «καφέ» επενδύσεις για συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια. Επιπλέον, η ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση κριτηρίων και η αξιολόγηση των επενδύσεων μέσα από κριτήρια ESG δημιουργεί ευρύτερα ένα πιο υπεύθυνο επενδυτικό κλίμα.
Αυτή τη στιγμή, η βιώσιμη χρηματοδότηση είναι καίριας σημασίας και προϋπόθεση για τη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών και ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μέλλον. Αντίστοιχα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί ένα πακέτο προδιαγραφών και εργαλείων για έναν περιβαλλοντικά βιώσιμο χρηματοοικονομικό τομέα. Έτσι, σταδιακά έχει ξεκινήσει να θεσπίζεται και το σύστημα της ευρωπαϊκής ταξινόμησης, όπου μια δραστηριότητα, για να είναι συμβατή με το σύστημα αυτό, θα πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά σε τουλάχιστον έναν από τους έξι περιβαλλοντικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην συμβάλλει αρνητικά σε κάποιον από τους άλλους.
Προς το παρόν έχει προχωρήσει το πλαίσιο εφαρμογής και τα κριτήρια για τους δύο πρώτους στόχους, τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, και σταδιακά θα ολοκληρωθεί το σύστημα για όλους τους στόχους μέσα στα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα πάνω στο οποίο θα βασίζεται η επενδυτική πολιτική και η πράσινη χρηματοδότηση για τα επόμενα χρόνια.