Εισήγηση της Βουλεύτριας Φλώρινας και Αναπλ. Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως εισηγήτριας της Αξιωμ. Αντιπολίτευσης στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου (ν/σ) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων «για τις στρατηγικές επενδύσεις, τις ιδιωτικές και τις spin-offs»
Η κα Πέρκα ξεκίνησε την τοποθέτησή της με αναφορά στις πολυσέλιδες τροπολογίες που κατατέθηκαν, οι οποίες για μια ακόμα φορά ξεπερνούν σε όγκο και το ίδιο το ν/σ. Έκανε ξεχωριστή αναφορά σε εκείνη για τη λίστα Πέτσα και την Επιτροπή που εξελίσσεται, όπου όπως είπε χαρακτηριστικά «η τροπολογία αυτή πραγματικά ξεπερνάει ακόμα και τις παρεκκλίσεις του ν/σ, ενώ δεν ξέρω πόσο συνταγματική είναι η εκ των υστέρων νομιμοποίηση πράξεων και μάλιστα το να επεμβαίνεις σε ΠΔ με τροπολογία».
Ξεκινώντας με το ν/σ, στηλίτευσε την αντίθεση ανάμεσα στη φιλολογία του Πρωθυπουργού και των Υπουργών για το περιβάλλον και την πράσινη μετάβαση και στην πραγματικότητα, η οποία, σε συνέχεια του αντιπεριβαλλοντικού νόμου, του νόμου που διέλυσε την πολεοδομία και τη χωροταξία και πλήθος άλλων, επιβεβαιώνεται και στο παρόν ν/σ, όπου αγνοήθηκε επιδεικτικά η περιβαλλοντική συνιστώσα και μάλιστα ‘ξηλώνονται’ όλες οι θετικές προβλέψεις του Ν4608/2019 της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. «Όμως αγαπητοί συνάδελφοι, δε γίνεται βιώσιμη ανάπτυξη με τρύπες στον σχεδιασμό, δώρα, παραχωρήσεις φιλέτων, παρεκκλίσεις, παρεκκλίσεις, …», τόνισε.
Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι το να υπάρχουν τα σχετικά εργαλεία αποτελεί μεν αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να έχουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη. Πέρα από αυτό, πρέπει να σχεδιάσουμε στρατηγικά για το τι είδους ανάπτυξη θέλουμε, αν θα αφορά όλους, να αναγνωρίσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τα προβλήματα της χώρας, να δούμε ποια οικονομικά αποτελέσματα αναμένουμε, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα στην απασχόληση κτλ.
Στο πλαίσιο αυτό, για τον ΣΥΡΙΖΑ οι στρατηγικές επενδύσεις δεν είναι απλά μεγάλες επενδύσεις. Πρέπει να εντάσσονται σε μια αναπτυξιακή στρατηγική. Πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος προσανατολισμός προς ένα αναπτυξιακό μοντέλο που δεν παράγει ελλείματα, προστατεύει την εργασία, μειώνει τις ανισότητες. «Γι’ αυτό ως κυβέρνηση συντάξαμε την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, αυτή για την οποία ο κ. Γεωργιάδης συνεχάρη τον κ. Δραγασάκη και μετά την ξέχασε. Το ν/σ σας όμως απελευθερώθηκε και από αυτή τη δέσμευση. Δίνει ένα σήμα που με απλά λόγια λέει «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Με την κατάργηση της προϋπόθεσης το επενδυτικό σχέδιο (ε.σ.) να εντάσσεται στη λογική της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, οδηγούμαστε ξανά με μαθηματική ακρίβεια στο χείλος του γκρεμού, στο τυχαίο, το περιστασιακό/ευκαιριακό που προέρχεται από πιέσεις επενδυτών», είπε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κα Πέρκα αναφέρθηκε στο αδιαφανές και δυσδιάκριτο πλαίσιο που διατρέχει όλα τα κρίσιμα σημεία του ν/σ, το οποίο προκύπτει από τους όρους, τις προϋποθέσεις, τη μείωση των ορίων του προϋπολογισμού, τη μείωση έως εξαφάνιση των ελάχιστων Ε.Μ.Ε. (Ετήσιων Μονάδων Εργασίας), τα οποία υπήρχαν στο νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για τις στρατηγικές επενδύσεις. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που οι προβλέψεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) περί άνεργης ανάπτυξης είναι καταπέλτης.
Σε ό,τι αφορά τις εμβληματικές επενδύσεις, δεν τίθενται όρια προϋπολογισμού και ούτε όρια ελάχιστου αριθμού θέσεων εργασίας. Οι επενδύσεις αυτές θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης – είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν ώριμες προτάσεις και η κυβέρνηση ψάχνει τι θα βάλει στο Ταμείο - οπότε θα έχουν διπλή ενίσχυση.
Έθεσε έπειτα το ζήτημα του τι χαρακτηρίζουμε ως «Εμβληματική Επένδυση Εξαιρετικής Σημασίας» και ιδιαίτερα ποιος το αποφασίζει, αφού η τριμελής επιτροπή δεν αποτελεί κάτι διαφανές, αντικειμενικό, πόσω μάλλον όταν καταργείται η διάταξη του 4608 που προέβλεπε οι επενδύσεις αυτές να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως ή πανευρωπαϊκά. «Ο στόχος είναι προφανής, ένα αντικειμενικό σύστημα να μετατραπεί σε ένα σύστημα ξεκάθαρα υποκειμενικό», τόνισε.
Η κα Πέρκα έκανε ξεχωριστή αναφορά σε διατάξεις που σχετίζονται με την απολιγνιτοποίηση και είναι σε θετική κατεύθυνση, όπως η 20% επιπλέον ενίσχυση για εμβληματικές επενδύσεις στις ΖΑΠ, καθώς και η πρόβλεψη απομείωσης 25% στους ελάχιστους προϋπολογισμούς για να ενταχθεί μια επένδυση στις κατηγορίες των στρατηγικών επενδύσεων σε περιοχές των ΕΣΔΙΜ, τονίζοντας όμως ότι σε καμία περίπτωση δεν κρίνονται επαρκείς για να επουλώσουν πληγές και να αλλάξουν το παραγωγικό προφίλ των λιγνιτικών περιοχών.
Όσον αφορά στις φωτογραφικές διατάξεις του ν/σ, «έχουμε μια φωτογραφική διάταξη εδώ για υφιστάμενες επιχειρήσεις, μια εκεί με το νόμο της χούντας…και μια παραπέρα για επέκταση σε μη όμορη έκταση (1-1,5 χλμ). Το ζήτημα όμως, εκτός των άλλων, είναι ότι επειδή ακριβώς είναι κρυπτόμενες, ρυθμίζουν οριζόντια. Τη στιγμή που νομοθετούνται κανείς μας δεν ξέρει πόσες, ποιες περιπτώσεις μπορεί να τις αξιοποιήσουν. Θα ήταν ίσως προτιμότερο, με τη λογική του μικρότερου κακού, να μιλάμε για συγκεκριμένες περιπτώσεις» είπε χαρακτηριστικά.
Συνεχίζοντας, τόνισε ότι και πάλι επανερχόμαστε στο σημείο όπου η πλειοψηφία των ε.σ. αφορά σε μεγάλα έργα ΑΠΕ και τουριστικά καταλύματα χωρίς όρια και χωρίς όρους. Υπάρχουν και κάποιες αναφορές σε νέες χρήσεις, όπως data centres, κινηματογραφικά studio κ.τ.λ. που όμως ‘στολίζουν’ απλά το κείμενο, όπως ακριβώς οι αναφορές για το περιβάλλον.
Σε σχέση με τις ΑΠΕ, τόνισε τον κίνδυνο που υπάρχει για τη δημιουργία μικρού ολιγοπωλίου ενέργειας, ενώ ειδικά για τις περιβαλλοντικές/πολεοδομικές διατάξεις, το ν/σ μας γυρίζει πίσω σε εποχές μνημονίων του 2010, για επενδύσεις με κάθε τίμημα, αυτή τη φορά όμως ως επιλογή της κυβέρνησης και όχι ως επιταγή των θεσμών, αγνοώντας τις όποιες θετικές προβλέψεις του Ν4608/2019. Με πρόφαση λόγους δημοσίου συμφέροντος – οι οποίοι δε φαίνονται πουθενά – έχουμε και την περίπτωση στρατηγικών επενδύσεων που αντί να αναβαθμίζουν τις περιοχές εγκατάστασής τους, τις υποβαθμίζουν και μάλιστα μιλάμε για οικιστικές περιοχές.
Μίλησε επίσης για τις συνεχείς αντιφάσεις της κυβέρνησης, όπου ενώ στα λόγια είναι πράσινη, στην πράξη ξεχνάει και τα αυτονόητα, πχ δε μελετάται καν ότι δε θα επηρεαστεί δυσμενώς η περιοχή NATURA 2000 με μια στρατηγική επένδυση ή αναιρείται ο χωρικός σχεδιασμός σε όλα τα επίπεδα ή επίσης με το να δίνεται άκριτα ένα κίνητρο με τεράστια υπεραξία, όπως είναι τα ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ. Είπε δηκτικά: «Εάν κάποτε σας φάνταζαν γραφικά αυτά που λένε οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, η ακαδημαϊκή κοινότητα κ.λ.π., σήμερα τα υιοθετείτε λεκτικά, τα σαμποτάρετε πολιτικά και τα αξιοποιείτε κατά το δοκούν προς εξυπηρέτηση όχι των στρατηγικών επενδύσεων, αλλά των στρατηγικών επενδυτών. Όμως, θα πρέπει σιγά-σιγά και οι εγχώριοι επενδυτές να εκπαιδεύονται στην ιδέα ότι θα προσαρμόζουν τα επενδυτικά τους σχέδια στην εθνική και ενωσιακή νομοθεσία. Και μάλιστα, όσο πιο φιλοπεριβαλλοντική επένδυση επιχειρούν, τόσο μεγαλύτερη ενίσχυση θα λαμβάνουν.»
Συγκεκριμένα για τον αιγιαλό, για τον οποίο αίρεται με ΠΔ η κοινοχρησία του, στάθηκε αυτή τη φορά στη νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία ο επενδυτής αναλαμβάνει το ρίσκο να μη γίνει τελικά η επένδυση, μήπως τελικά έτσι ‘συγκινηθούν’ περισσότερο οι αρμόδιοι Υπουργοί, αφού προφανώς οι περιβαλλοντικοί λόγοι δε φαίνεται να τους αγγίζουν. «Σας το έχουμε ξαναπεί και η ζωή το έχει αποδείξει. Είστε τόσο δεκτικοί στις απαιτήσεις των επενδυτών που τελικά δημιουργείτε θέματα ασφάλειας δικαίου των επενδύσεων, με αποτέλεσμα να τις μπλοκάρετε. Πέφτουν στο ΣτΕ. Να σας θυμίσω την περίπτωση του Αστέρα Βουλιαγμένης και της Αφάντου στη Ρόδο. Προχωρήσατε τα ΠΔ έγκρισης των ΕΣΧΑΔΑ, τα οποία έπεσαν στο ΣτΕ».
Ανέφερε επίσης πως ευτυχώς υπάρχει και το Σύνταγμα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα της ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης των πολιτών στον αιγιαλό και την παραλία, ενώ υπενθύμισε πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε την κεντρική φιλοσοφία του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης για την Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας, έτσι ώστε πρώτα να καθορίζεται η επενδυτική ταυτότητα του ακινήτου (χρήσεις γης, όροι δόμησης και περιβαλλοντικοί όροι) από το Συμβούλιο και στη συνεχεία να πραγματοποιείται η διαγωνιστική διαδικασία προσέλκυσης επενδυτών.
Κλείνοντας με τις στρατηγικές επενδύσεις, μίλησε για «συνθήκες άγριας δύσης που διαμορφώνονται στη χώρα μας» και προχώρησε με τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ξεκίνησε με το ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να φέρει έναν ολοκληρωμένο αναπτυξιακό νόμο, φέρνοντας στο ν/σ αποσπασματικές διατάξεις, ενώ επίκειται και ο νέος νόμος. Αλλά και οι διατάξεις που φέρνει είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από το μοντέλο που προέκρινε ο ΣΥΡΙΖΑ με το Ν4399/2016, ο οποίος στόχευε στην ανάπτυξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Όσον αφορά στη δήλωση του Αναπληρωτή Υπουργού ότι «εμείς εμπιστευόμαστε τον ιδιωτικό τομέα», τόνισε ότι «κι εμείς εμπιστευόμαστε τον μη κακομαθημένο ιδιωτικό τομέα, όμως εμπιστευόμαστε εξίσου και τον δημόσιο τομέα και τη θεσμική του μνήμη. Πιστεύουμε όμως ότι οι ρόλοι τους είναι- ή θα έπρεπε να είναι- διακριτοί.» Το ερώτημα όμως είναι, την κοινωνία και τους θεσμικούς εκπροσώπους της, την εμπιστεύευεστε; Από τα νομοθετήματά σας συμπεραίνουμε ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αλλάξει κατηγορία και από εργαλείο αποκεντρωμένης διοίκησης έχει περάσει στην κατηγορία των εμποδίων. Αφαιρείτε από τις περιφέρειες και τους τελευταίους πόρους και αρμοδιότητες», είπε σχετικά με τον περιορισμό των ε.σ. που θα δέχονται οι Περιφέρειες και για την πλήρη κατάργηση ε.σ. στο Υπουργείο Εσωτερικών (πρώην Μακεδονίας-Θράκης).
Σε ό,τι αφορά τις εταιρίες τεχνοβλαστούς, ανέφερε ξανά ότι πρέπει παράλληλα να αυξηθεί και η δημόσια δαπάνη, όπως συνέβη κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με εμβληματικές ενέργειες όπως το πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» της ΓΓΕΤ, αλλά και το ελκυστικό χρηματοδοτικό εργαλείο Equifund.
Η κα Πέρκα ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της με αναφορά στις πρόσφατες ανακρίβειες του Πρωθυπουργού σχετικά με το ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη χώρα στα μνημόνια», λέγοντας ότι οι ανακρίβειες υφίστανται όχι μόνο ως προς το ποιος μας έβαλε στα μνημόνια, αλλά και ως προς το πότε και κυρίως ως προς το γιατί.
Κι όμως, η κυβέρνηση επαναφέρει με κάθε ν/σ το στρεβλό και αντιαναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο που ακολουθήθηκε επί σειρά ετών και που αποτελεί μια από τις αιτίες της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα παρουσιάζει ως κανονικότητα τις αλλεπάλληλες κρίσεις, οι οποίες είναι μεν παγκόσμιες, στη χώρα μας όμως έχουν ιδιαίτερο αποτύπωμα. Και ιδιαίτερα σήμερα που δεν υπάρχουν οι θεσμοί να επιβάλλουν πώς πρέπει να προχωρήσει η χώρα και υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι, είναι κρίμα η χώρα μας να εξακολουθήσει να είναι ο παρίας, να να είναι χώρα υποδοχής επενδύσεων εκμετάλλευσης –κυριολεκτικά- φυσικών πόρων, με αντάλλαγμα κάποιες υποαμοιβόμενες θέσεις εργασίας.
Στον αντίποδα βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα μιας αναπτυξιακής στρατηγικής για ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης. «Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε με καθαρό τρόπο στον ελληνικό λαό. Είναι άδικο να πληρώνει ο ίδιος λαός την κάθε μια κρίση, με παγκόσμια χαρακτηριστικά ναι, με τόσο επίπονο και τραγικό τρόπο. Δεν γίνεται έτσι ούτε η ανάπτυξη, ούτε η πράσινη μετάβαση, ούτε η ευημερία του λαού. Αν δεν αναβαθμίσουμε παραγωγικά τη χώρα, με μία οικονομία βιώσιμη, είναι σίγουρο ότι θα οδηγηθούμε σε νέες κρίσεις, σε αύξηση δημόσιου χρέους και πάλι από την αρχή.
Όμως οι θεσμικές αλλαγές απαιτούν συχνά πολύ μακρύτερο χρόνο από όσο διαρκεί η θητεία μιας κυβέρνησης για να σχεδιαστούν, να υλοποιηθούν και να αρχίσουν να αποδίδουν.
Λυπάμαι πραγματικά γιατί το μέλλον είναι ήδη εδώ και όλες αυτές τις επιλογές σας θα χρειαστεί να τις διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, να προσπαθήσει για ακόμα μια φορά, όχι να συνεχίσει την προσπάθεια από εκεί που την άφησε, αφού ό,τι καλό παραλάβατε το ξηλώνετε με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά σαν το Σίσυφο να ξανασηκώσει το βράχο, ώστε η χώρα να οδηγηθεί σε μια πορεία βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.»