Σύμφωνα με την έκθεση BP Statistical Review, το 2019 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατείχαν περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας ανάπτυξης της πρωτογενούς ενέργειας. Μάλιστα, το συγκεκριμένο ποσοστό ξεπερνά το ποσοστό που σημείωσε οποιαδήποτε άλλη καύσιμη ύλη.
Πιο συγκεκριμένα η έκθεση σημειώνει ότι σε σύγκριση με το 2018 οι ανανεώσιμες πηγές αύξησαν το μερίδιό τους στο ενεργειακό μείγμα από 4,5% στο 5%.
Επιπλέον, η αναφέρεται ότι η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες περιλαμβάνουν τα βιοκαύσιμα και όλη την ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια εκτός από την υδροηλεκτρική, είχε συνεχή ανοδική πορεία κατά τη διάρκεια του έτους.
Από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η παραγόμενη αιολική ενέργεια συνέβαλε περισσότερο στην ανοδική πορεία των ΑΠΕ, ενώ ακολουθεί η ηλιακή ενέργεια.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες πηγές ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας όπως είναι η βιομάζα και η γεωθερμία αυξήθηκαν κατά 0,3 EJ, ενώ η κατανάλωση βιοκαυσίμων αυξήθηκε κατά 0,2 EJ.
Σχετικά με την υδροηλεκτρική κατανάλωση, η έκθεση της ΒΡ αναφέρει ότι αυξήθηκε κατά 0,8%, μια αύξηση κατώτερη από τον δεκαετή μέσο όρο ο οποίος κυμαίνεται στα 1,9% ετησίως. Η αύξηση που σημειώθηκε αποδίδεται στην Κίνα, την Τουρκία και την Ινδία, ενώ οι ΗΠΑ και το Βιετνάμ σημείωσαν τις μεγαλύτερες μειώσεις.
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η πυρηνική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 3,2 %, σημειώνοντας την ταχύτερη αύξηση από το 2004 και πολύ μεγαλύτερη από τον 10ετή μέσο όρο της που κυμαινόταν στα -0,7 % ετησίως.
Η έκθεση υπογραμμίζει μάλιστα ότι η Κίνα είναι η χώρα που σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από οποιαδήποτε άλλη χώρα, όπως ακριβώς και το 2018, ενώ οι αριθμοί φανερώνουν ότι το 2019 η χώρα σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη από ποτέ. Η ηλιακή ενέργεια ήταν εκείνη που έδωσε στην Κίνα το ήμισυ του ενεργειακού ποσοστού που σημείωσε, ενώ ακολουθείται από την αιολική ενέργεια η οποία πρόσφερε περίπου το 40% του ποσοστού.
Τέλος, αναφέρεται πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία είναι εκείνες οι χώρες, οι οποίες μετά την Κίνα, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της πρωτογενούς ενέργειας.