Ο νέος μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας με ορίζοντα το 2030, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα εξής:
- Την ανάγκη να καλύπτονται οι στόχοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που αποτελούν ουσιαστική υποχρέωση αλλά και δέσμευση της χώρας. Άλλωστε, ήδη με το Ν.3851/2010, είχε οριστεί ότι “η προστασία του κλίματος, μέσω της προώθησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε., αποτελεί περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα υψίστης σημασίας για τη χώρα”. Είναι καιρός αυτό να εκφραστεί και στην πράξη.
- Την ανάγκη να καλύπτονται κατ’ ελάχιστον οι διεθνείς και εθνικοί δεσμευτικοί στόχοι για τη διείσδυση των ΑΠΕ.
- Την ανάγκη να καλύπτεται μεγάλο μερίδιο των ενεργειακών αναγκών από εγχώριους, καθαρούς και ανεξάντλητους πόρους.
- Την ανάγκη να υπάρχει ένας συνδυασμός τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα, οι οποίες είναι ευέλικτες στη λειτουργία τους και που μπορούν να στηρίξουν τεχνικά τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στα ηλεκτρικά δίκτυα.
- Την ανάγκη να επιτυγχάνεται η ενεργειακή ασφάλειακαι οι περιβαλλοντικοί στόχοι χωρίς υπέρμετρη επιβάρυνση των πολιτών και των δημόσιων οικονομικών.
Στο πλαίσιο αυτό:
- Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόκρινε πρόσφατα ένα ελάχιστο στόχο 35% συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας ως το 2030. Τονίζουμε πάντως πως πρόσφατη μελέτη της DGENER της ΕΕ (Φεβ. 2018) έδειξε ότι είναι απολύτως εφικτός και ένας στόχος για συμμετοχή 45% των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας ως το 2030, στόχος που δίνει μάλιστα μεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
- Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θα πρέπει να τεθεί ένας επιμέρους στόχος για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, για να επιτευχθεί ο στόχος στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης, ο στόχος της ηλεκτροπαραγωγής θα πρέπει να είναι σχεδόν διπλάσιος.Ο στόχος αυτός είναι τεχνικά εφικτός, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς την αναμενόμενη ταχεία διείσδυση της αποθήκευσης στην επόμενη δεκαετία. Η σχετική μελέτη της DG ENER της ΕΕ θεωρεί εφικτό ένα ποσοστό 79% συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ως το 2030.
- Ειδικότερα για τα φωτοβολταϊκά (που αποτελούν πλέον τη φθηνότερη ενεργειακή τεχνολογία) προκρίνουμε ως ελάχιστο εθνικό στόχο για το 2030 τα 6,5 GWpσυνολικής εγκατεστημένης ισχύος, στόχος που θα πρέπει να αυξηθεί αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις για σημαντική περαιτέρω μείωση του κόστους τα επόμενα χρόνια. Τονίζουμε με έμφαση πως όλες οι εκτιμήσεις μέχρι τώρα (ακόμη και οι πιο αισιόδοξες) υποτίμησαν το τεράστιο δυναμικό αλλά και την εντυπωσιακή μείωση κόστους που επετεύχθη στα φωτοβολταϊκά. Την ίδια δυναμική παρουσιάζει σήμερα και ο τομέας της αποθήκευσης ενέργειας.
- Στο νέο ενεργειακό σχεδιασμό δεν χωρούν νέες λιγνιτικές μονάδες, κάτι που πλέον αναγνωρίζει ακόμη και η Eurelectric, ο φορέας δηλαδή που εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές ηλεκτρικές εταιρίες.
- Ο ρόλος του φυσικού αερίου θα πρέπει να είναι αυτού της γέφυρας στο πέρασμα σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, λαμβάνοντας υπόψη και την αναμενόμενη ταχεία διείσδυση της αποθήκευσης, μέσω της οποίας μπορεί να υπάρξει σταθερότητα δικτύων και ασφάλεια εφοδιασμού με μικρότερο μάλιστα κόστος για τους καταναλωτές και μεγαλύτερο όφελος για το περιβάλλον.
- Ο σημερινός σχεδιασμός για την ηλεκτροκίνηση και τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων στις μεταφορές (Αριθ. οικ. 77226/1, ΦΕΚ 3824Β’/2017) είναι εξόχως συντηρητικός και δεν αντικατοπτρίζει τις διεθνείς τάσεις ανάπτυξης των υποδομών ηλεκτροκίνησης.
Αξίζει επίσης να επισημάνουμε την αποτυχία όλων των προηγούμενων μακροχρόνιων ενεργειακών σχεδιασμών να προβλέψουν την εκθετική ανάπτυξη όπως και την εξίσου εντυπωσιακή μείωση του κόστους ορισμένων τεχνολογιών (με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση των φωτοβολταϊκών). Για το λόγο αυτό, ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευέλικτος και να έχει περισσότερο το χαρακτήρα ενός οδικού χάρτη προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, παρά τη μορφή μιας “αυστηρής”, δύσκαμπτης και καταδικασμένης να αποτύχει διακήρυξης.
Σε ότι αφορά στα μέτρα και πολιτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν, ο ΣΕΦ προκρίνει τα παρακάτω:
- Απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης έργων ΑΠΕ με κατάργηση όλων των μη απαραίτητων σταδίων που αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες παλαιότερων εποχών αλλά δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
- Ειδικότερα για τα φωτοβολταϊκά, προτείνουμε τα εξής:
- Κατάργηση των Αδειών Παραγωγής, Εγκατάστασης και Λειτουργίας για τα φωτοβολταϊκά και πρόταση ενός νέου σχήματος αδειοδότησης, εποπτείας και ελέγχου των επενδύσεων.
- Αποσαφήνιση θεμάτων χωροθέτησης φωτοβολταϊκών σταθμών.
- Εγκατάσταση, υπό προϋποθέσεις, φωτοβολταϊκών σε ένα μικρό ποσοστό της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας.
- Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε αδόμητα οικόπεδα.
- Υπογραφή υπουργικής απόφασης για άμεσο καθορισμό εγγυημένων τιμών σε φωτοβολταϊκά συστήματα ισχύος <500 kWp (όπως προβλέπουν οι Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ).
- Βελτίωση του καθεστώτος αυτοπαραγωγής ώστε να δοθεί η δυνατότητα εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού σε όλες τις κατηγορίες αυτοπαραγωγών και να διευκολυνθεί η εφαρμογή μέτρων καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας.
- Προώθηση της αποθήκευσης ενέργειας και άρση των σημερινών εμποδίων.
Σε ότι αφορά στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, ο ΣΕΦ προκρίνει τα παρακάτω που αφορούν ειδικότερα την τεχνολογία των φωτοβολταϊκών:
- Διευκόλυνση, κίνητρα και εγγυήσεις για την ουσιαστική ενεργοποίηση Εταιριών Ενεργειακών Υπηρεσιών (ESCOs).
- Να θεωρηθούν τα φωτοβολταϊκά ως επιλέξιμη τεχνολογία στα Καθεστώτα Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης.
Για το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας να τονίσουμε ότι η ηλιακή ακτινοβολία που φτάνει στη χώρα μας κάθε χρόνο ισοδυναμεί με 132 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Με βάση την τρέχουσα τιμή πετρελαίου, η ισοδύναμη αξία αυτής της ηλιακής ενέργειας είναι περίπου 7,5 τρις ευρώ! Τα φωτοβολταϊκά σε συνδυασμό με αποθήκευση μπορούν να προσφέρουν άμεσα ενεργειακή ασφάλεια, καθαρότερο περιβάλλον, περισσότερες θέσεις εργασίας και μικρότερη επιβάρυνση για τους καταναλωτές.
Στο θέμα της αγοράς ενέργειας τέλος, και ειδικότερα στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς και της εφαρμογής του Μοντέλου Στόχου της ΕΕ, ο ΣΕΦ ζητά να δοθεί το συντομότερο δυνατόν η δυνατότητα σε παραγωγούς ΑΠΕ να συνάπτουν διμερείς συμβάσεις (PPA) απ’ ευθείας με καταναλωτές.