Η Κομισιόν ενέκρινε χθες την τροποποιημένη πρόταση κανονισμού για τη διευκόλυνση διασυνοριακών λύσεων, έτσι ώστε να βοηθήσει τα κράτη μέλη στην επίλυση των εμποδίων που δυσκολεύουν την καθημερινή ζωή 150 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών που ζουν στις διασυνοριακές περιοχές της Ευρώπης.
Στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί στις περιοχές αυτές περιλαμβάνονται διαφορετικά τεχνικά πρότυπα ή εθνικές διοικητικές και νομικές διατάξεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη διασυνοριακή διάσταση. Τα εμπόδια αυτά έχει στην πράξη καταδειχθεί πως μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη των υποδομών και τη λειτουργία διασυνοριακών δημόσιων υπηρεσιών.
Τα εμπόδια του είδους αυτού δυσχεραίνουν τη ζωή των διασυνοριακών κοινωνιών, καθώς, για παράδειγμα, περιορίζουν τη συνεργασία σε κοινά έργα υποδομής. Η άρση των εμποδίων αυτών αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.
Σύμφωνα με μελέτη που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η άρση του 20 % των υφιστάμενων νομικών και διοικητικών εμποδίων αναμένεται να ενισχύσει το ΑΕΠ κατά 2 % στις διασυνοριακές περιοχές και να δημιουργήσει πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας.
Στη βάση αυτή η Κομισιόν προτείνει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν διασυνοριακά σημεία συντονισμού, μια νέα υπηρεσία που θα αξιολογεί τα αιτήματα από ενδιαφερόμενα μέρη σε παραμεθόριες περιοχές σχετικά με πιθανά εμπόδια, και θα ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω μερών και των εθνικών αρχών. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι, μετά την αξιολόγηση κάθε αιτήματος, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα λαμβάνουν απάντηση που θα εξηγεί πώς αυτό θα αντιμετωπιστεί.
Σε περίπτωση που ένα εμπόδιο είναι όντως υπαρκτό και εκλείπει διμερής ή διεθνής συμφωνία συνεργασίας που θα εξυπηρετούσε στην εφαρμογή λύσης, τα κράτη μέλη μπορούν στη συνέχεια να εφαρμόσουν το εργαλείο διασυνοριακής διευκόλυνσης, μια προαιρετική τυποποιημένη διαδικασία για την αντιμετώπιση διοικητικών και νομικών εμποδίων σε διασυνοριακές περιοχές. Παρά το θα πρέπει να δίνεται απάντηση σε όλα τα αιτήματα, η απόφαση για την επίλυση ή μη ενός εμποδίου παραμένει αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών.