Πρόκειται για δύο παράγοντες που βάζουν τροχοπέδη στην προσπάθεια οι ελληνικές εξαγωγές να αποτελέσουν πυλώνα ενίσχυσης του ΑΕΠ σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να κρατήσει η χώρα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε πρόσφατα ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας στην παρουσίαση της έκθεσης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο β’ τρίμηνο.
Ο κ. Βέττας χαρακτήρισε ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη τη μείωση των εξαγωγών αγαθών, παρά το γεγονός ότι η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας διευρύνθηκε και μαζί του επιδεινώθηκε περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Μάλιστα, τα στοιχεία που κατέθεσε το ΙΟΒΕ δείχνουν ότι η εγχώρια προστιθέμενη αξία των εξαγωγών της χώρας μας είναι χαμηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ και ότι μάλιστα η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ διευρύνθηκε μετά το 2015.
«Σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ οι εξαγωγές μας έχουν μικρότερη προστιθέμενη αξία. Το εξετάσαμε με ανάλυση των δεδομένων από το 1995. Κάθε μια μονάδα κατά μέσο όρο έχει μικρότερη καθαρή αξία σε σχέση με την ΕΕ και μάλιστα το κενό μετά το 2015 γίνεται μεγαλύτερο» όπως επεσήμανε.
Επιπρόσθετα ως ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για την πορεία της οικονομίας θεωρείται και η μείωση των εξαγωγών αγαθών, παρά το γεγονός ότι η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας διευρύνθηκε τα τελευταία χρόνια.
Αλλωστε το καμπανάκι κινδύνου για το ενεργειακό κόστος έχει χτυπήσει πολλές φορές και η βαριά βιομηχανία της χώρας που είναι και εξαγωγική. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος ενέργειας που πληρώνει η ελληνική βιομηχανία να είναι δύο και τρεις φορές υψηλότερο από άλλες χώρες της Ευρώπης, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα της. Όπως έχει επισημάνει η ΕΒΙΚΕΝ, που εκπροσωπεί τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ενέργειας, πέρα από την αβεβαιότητα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα για το κόστος ενέργειας και την έλλειψη αναπτυξιακών κινήτρων αλλά και την ευρωπαϊκή πολιτική της πράσινης μετάβασης με κάθε κόστος στη χώρα μας απουσιάζει μια συνεκτική βιομηχανική πολιτική και περιορίζεται μέχρι στιγμής στο "κάντε συμβάσεις με παραγωγούς ΑΠΕ, ΡΡΑ". Επιπλέον, δεν εφαρμόζονται ούτε οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί στήριξης.
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές την περίοδο Ιανουάριος- Μάιος 2024 είναι μειωμένες κατά 4,5%, δηλαδή 983,6 εκατ. ευρώ , συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, με την αξία τους να φτάνει τα 20.970,7 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, οι ελληνικές εισαγωγές είναι αυξημένες κατά 2,6%, δηλαδή 899,9 εκατ. ευρώ και διαμορφώνονται σε 35.390,7 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2024 ανήλθε στο ποσό των 35.390,7 εκατ. ευρώ (38.175,1 εκατ. δολάρια) έναντι 34.490,8 εκατ. ευρώ (37.141,6 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ 2,6%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 593,9 εκατ. ευρώ, δηλαδή 2,3% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 570,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή 2,3%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2023.
Η συνολική αξία των εξαγωγών, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2024 ανήλθε στο ποσό των 20.970,7 εκατ. ευρώ (22.760,0 εκατ. δολάρια) έναντι 21.954,3 εκατ. ευρώ (23.779,1 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ 4,5%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε μείωση κατά 605,0 εκατ. ευρώ, δηλαδή 3,9% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε μείωση κατά 545,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 3,6%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2023.
Αποτέλεσμα ήταν να καταγραφεί μεγάλη άνοδος στο εμπορικό έλλειμα της τάξης στου 15% αγγίζοντας τα 14,42 δισ. ευρώ στο πεντάμηνο του 2024, κάτι που αποτελεί δείγμα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.